Menu
  1. Αρχική
  2. ΝΕΟ ΤΕΥΧΟΣ
  3. ΑΡΘΡΑ & ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ
  4. ΤΕΧΝΙΚΕΣ
  5. ΕΙΔΗ ΨΑΡΙΩΝ
  6. ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
    1. ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΙ - ΔΙΑΝΟΜΕΙΣ
    2. ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΕΣ
    3. ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ / E-SHOP
  7. ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΓΙΑ
  8. ΘΕΜΑΤΑ
  9. ΝΕΑ
  10. VIDEOS
Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024

Περιοδικό Βυθός : ΑΡΘΡΑ ΑΡΧΕΙΟΥ

Μανώλης Φωτιάδης, ο μεγαλύτερος ροφοκυνηγός της Μεσογείου (1o Μέρος).

Του Νίκου Σταυρόπουλου (ΑΡΧΕΙΟ ΒΥΘΟΣ, ΤΕΥΧΟΣ 117, ΦΕΒ 2002)

  • Αρθρογράφος: Natex Media
  • Αριθμός προβολών: 35986
  • 0 Σχόλια
Μανώλης Φωτιάδης, ο μεγαλύτερος ροφοκυνηγός της Μεσογείου (1o Μέρος).

Τέσσερις το πρωί στριφογύριζα στο κάθισμα μου προσπαθώντας να κοιμηθώ λίγο. Μάταια. Στον αέρα πλανιόταν η οσμή αρώματος ανακατεμένη με ιδρώτα και κλεισούρα. Τα αυτιά μου τρύπαγαν απόμακρες φωνές από την τηλεόραση, κλάματα μωρού και η άγρια σχεδόν χωρίς βογγητό αναπνοή του διπλανού.

Σηκώθηκα. Είχα ανάγκη από καθαρό αέρα. Βγήκα στο κατάστρωμα του τεράστιου πλοίου. Η αίσθηση της θαλάσσιας αύρας, ανακατεμένη με αρμύρα λειτούργησαν καθαρτικά στο πνεύμα μου. Έγειρα στην κουπαστή προσπαθώντας στο βαθύ σκοτάδι να διακρίνω τον αφρό της αγαπημένης μου, εννέα καταστρώματα πιο κάτω. Φώτα αχνοφάνηκαν στο βάθος του κρητικού πελάγους και οι σκέψεις μου πέταξαν πιο γρήγορα από τα 30 σχεδόν μίλια του πλοίου. Μια βδομάδα θα χαιρόμουν τους κρητικούς βυθούς, πρώτη φορά θα βρισκόμουν σε αυτούς, μιας και το πρόγραμμα έλεγε μονάχα ένα πράγμα, ψάρεμα!

Αρχές Ιουλίου μα εγώ γύρισα δύο μήνες σχεδόν πίσω, όταν σε μία κουβέντα με τον αγαπητό Σταύρο, ο τελευταίος με πληροφόρησε πως αρχές αυτού του μήνα θα πήγαινε στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Ιεράπετρα. Θα έμενε μερικές μέρες και θα τις αφιέρωνε μόνο σε υποβρύχιο κυνήγι. Μου πρότεινε να τον ακολουθήσω και εγώ το “έδεσα” σαν μικρό παιδί που του έταξες ένα φανταχτερό παιχνίδι. Για τον υπόλοιπο καιρό δεν έπαυα να του το θυμίζω, μα αυτός πάντα χαμογελαστός με καθησύχαζε, λέγοντας πως όλα θα γίνουν “όπως τα είχαμε συμφωνήσει”. Άλλωστε θα είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω από κοντά και να ψαρέψω μαζί με τον δάσκαλό του. Όλο γι’αυτόν μιλούσε γοητευμένος και συνάμα παθιασμένος. Μιλούσε και τα μάτια του έλαμπαν από θαυμασμό και εγώ τον άκουγα όπως το εγγόνι τη γιαγιά. Άκουγα για ένα ψαρά, άκουγα για τον Μανώλη Φωτιάδη...

Στην ένθετη φωτογραφία ο Μάνος Φωτιάδης, εγγονός του Μανώλη Φωτιάδη που επικοινώνησε με το περιοδικό και μας έστειλε επιπλέον φωτογραφίες της εποχής, που θα δημοσιευθούν στο δεύτερο μέρος του άρθρου.

Η δημιουργία ενός μύθου.

Πρωτοάκουσα για αυτόν πολλά χρόνια πριν, πάνω από είκοσι. Από τότε διάβαζα για τις απίθανες ικανότητές του ή άκουγα δεξιά και αριστερά σχόλια ανθρώπων που τον γνώρισαν ή είχαν ακούσει για αυτόν.

Θα έχουν περάσει ίσως και 15 χρόνια από τότε που διάβασα ένα άρθρο του Μιχάλη Ορφανόπουλου, στο οποίο θέλησε να τον παρουσιάσει. Εκείνο που θυμάμαι ακόμα από το συγκεκριμένο κομμάτι ήταν η αφήγηση του Ορφανόπουλου από ένα περιστατικό που το άφησε άναυδο. Ο τελευταίος είχε βουτήξει με εξοπλισμό αυτόνομης κατάδυσης σε ένα απότομο κάβο και ο Φωτιάδης ψάρευε δίπλα του με ελεύθερη. Σε ένα βάθος κοντά στα 30 μέτρα τον παρακολουθεί να κατεβαίνει σε μία σχισμή, να ρίχνει χτυπώντας ένα τεράστιο διαστάσεων σηκιό και στην ίδια βουτιά, στο ίδιο βάθος να ξεψαρίζει το θήραμα, να το βάζει κάτω από το σακάκι της στολής (όσο χώραγε), να ξαναοπλίζει και να ξαναρίχνει ανεβαίνοντας στην επιφάνεια με ένα ακόμα ψάρι των ίδιων διαστάσεων με το προηγούμενο. Χαρακτηριστικά ανέφερε ότι κόντευε να του φύγει ο ρυθμιστής από το στόμα και σκέφτηκε ότι μπροστά του έχει ένα πραγματικό υδατάνθρωπο. Ας σημειωθεί ότι πριν 15 χρόνια τα 30 μέτρα ελάχιστοι βαθύτες της εποχής, τολμούσαν με υπερηφάνια και σεβασμό να τα αναφέρουν.

Σε πανελλήνια πρωταθλήματα πήρε πρώτες νίκες, ενώ έμεινε στην ιστορία η πράξη του να πετάξει κάποιος μεγάλους σαργούς στη θάλασσα χάνοντας πολύτιμους βαθμούς, γιατί δεν είχε κατορθώσει στα θολά νερά που είχε πέσει να πιάσει ροφό, λέγοντας ότι ο Φωτιάδης λιάνα δεν παραδίνει. Σε ένα ευρωπαϊκό πρωτάθλημα βοηθάει σημαντικά την ελληνική ομάδα και μετά χάνεται από το αθλητικό προσκήνιο. Το ίδιο άξαφνα όπως εμφανίστηκε…

Στα χρόνια που πέρασαν στη μνήμη μου ξέφυγε από την σφαίρα του πραγματικού και του ανθρώπινου, η φαντασία μου τον εκτόξευσε στο επίπεδο του μύθου, κρατώντας τη δική του γοητεία.

Με τον Σταύρο Γιαννικάκη και τους εξοπλισμούς τους...

Τα τελευταία νέα, πριν τέσσερα - πέντε χρόνια, έλεγαν πως είχε γεράσει, θα πρέπει να κοντεύει τα 60 και πως το άστρο που μεσουρανούσε για τόσα χρόνια διαγράφοντας μία λαμπρή πορεία, έσβησε σιγά-σιγά ακολουθώντας τη φυσική κάμψη προς τη δύση του.

Και να πάλι ο Σταύρος να ρίχνει ξύλα στη παλιά φωτιά, να την φουντώνει ξανά και να με κάνει να τον ρωτάω:

Μα καλά πόσο χρονών είναι; Δεν γέρασε πως λες ότι ψαρεύει μαζί σου; Με σένα που το καλοκαίρι ξεπερνάς τα πρώτα άντα και πας για το δευτέρα…

Μου απάντησε με σοβαρότητα πως τα χρόνια πέρασαν και σήμερα ο Φωτιάδης είναι πάνω από 65 χρονών. Όσο για τις άλλες απαντήσεις αρκέστηκε να χαμογελάσει και να πει λακωνικά “θα δεις”…

Κόντευε πέντε. Σε λίγο θα ξημέρωνε και τα φώτα από το Ηράκλειο φάνηκαν πια καθαρά στον ορίζοντα. Σε λίγες ώρες θα κολύμπαγα στους ξακουστούς βυθούς, εκεί κοντά στο Λιβυκό πέλαγος παρέα με τον Φωτιάδη. Ένιωθα περίεργα, ίσως και να πλησιάζει η ώρα της απομυθοποίησης και αυτό ενδόμυχα το φοβόμουν. Ίσως αυτός ο άνθρωπος να ήταν ένας απλός επαγγελματίας ψαροκυνηγός, που βουτώντας κάθε μέρα, τόσα χρόνια στις ζεστές θάλασσες της Κρήτης, ήταν φυσικό να γίνει καλός με άπνοια. Από την άλλη η πληθώρα των θηραμάτων ήταν επόμενο να του προσδώσει μεγάλη εμπειρία. Έτσι σε άλλες εποχές όπου η ροφοί ήταν σαν τα σαλιγκάρια μετά τη βροχή στις ατελείωτες ξέρες της ανατολικής Κρήτης, σίγουρα θα πετύχαινε εντυπωσιακά αποτελέσματα και θα έκανε πολλούς που δεν γνώριζαν, να μένουν άφωνοι. Άλλωστε οι τοπικές κοινωνίες δημιουργούν εύκολα πρότυπα ανθρώπων και τα ανεβάζουν σε ψηλά βάθρα, νιώθοντας και ίδιες υπερήφανες για την καταγωγή και τον τόπο τους. που βγάζει τέτοια παλικάρια. Η άλλη όψη του νομίσματος ήρθε και το χάραμα με βρήκε με τις σκέψεις μου στο πολύβουο πλήθος του Ηρακλείου με κορναρίσματα, φωνές από τον κουλουρά, τα σφυρίγματα των λιμενικών και τις νταλίκες να αγκομαχούν στην έξοδό τους από το σώμα του πλοίου. Γρήγορα ο Σταύρος με πήρε απ’ όλα αυτά και με οδήγησε στην άλλη πλευρά του νησιού.

Ο Μανώλης Φωτιάδης

Η διαδρομή ήταν μεγάλη, επόμενο λοιπόν παρά το πρωινό της ώρας να ξεκινήσει η συζήτηση γύρω από ψάρια και ψαρέματα και να καταλήξει φυσικά στον κύριο Μανώλη. Βρήκα στο πρόσωπο του Σταύρου μια ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών γύρω από αυτόν. Σε πολύ νεαρή ηλικία κατέβηκε από το χωριό του στην Ιεράπετρα. Εκεί έπιασε δουλειά σε φούρνο. Δουλεύει σκληρά στην επίπονη εργασία να κουβαλάει σακιά με αλεύρι και να τα ανοίγει. Το καλό ήταν ότι δούλευε από το χάραμα και πιο πριν μέχρι νωρίς το πρωί. Μετά ήταν ελεύθερος να βυθιστεί στην αγκαλιά της αγαπημένης του. Πρωτοέφτιαξε τα όπλα του από λάστιχο σφεντόνας. Έβαζε τρία ή και τέσσερα από αυτά σε κάθε πλευρά και έτσι είχαν υποτυπώδη δύναμη να τρυπήσουν από κοντά μεγάλα ψάρια. Ψαρεύει σχεδόν όλη μέρα και νωρίς το σούρουπο έπεφτε να κοιμηθεί, αποκαμωμένος από την σκληρή εργασία.

Όμως για χρόνια το αλεύρι ύπουλο, του κατέστρεφε την υγεία καθώς το εισέπνεε την ώρα που άνοιγε τα σακιά και επικαθόταν στα πνευμόνια του. Παρά την δυσκολία στην αναπνοή του συνέχισε με το υποβρύχιο κυνήγι, όμως εγκατέλειψε τη δουλειά στο φούρνο και άνοιξε δικό του μηχανουργείο. Ευφυής πολυμήχανος και άνθρωπος με μεγάλη αντίληψη τα κατάφερε πολύ καλά. Έμοιαζε να έχει το ταλέντο να μιλά με τις μηχανές και μπορούσε με παραγγελία να φτιάξει οποιαδήποτε μηχανική εργασία. Δούλευε τα απογεύματα ή τις λιγοστές μέρες που δεν πήγαινε στο ραντεβού του με το υγρό στοιχείο. Παράλληλα έμαθε την αυτόνομη συσκευή σε μία εποχή που οι σχολές κατάδυσης ήταν ελάχιστες στον ελλαδικό χώρο και γρήγορα έγινε περιζήτητος. Για καθαρισμούς σκαφών, ανέλκυση μισοβυθισμένων ή καθισμένων σε ξέρες πλοιαρίων. Για κάθε υποβρύχια εργασία στην περιοχή τον πρώτο λόγο είχε ο Μανώλης, με ανταμοιβή τις περισσότερες φορές ελάχιστη, σε σχέση με αυτό προσέφερε.

Απόκτησε μία από τις λιγοστές επαγγελματικές άδειες αλιείας με υποβρύχιο κυνήγι, που είχαν εκδόσει τότε οι κατά τόπους νομαρχίες και η κύρια ενασχόλησή του χειμώνα ή καλοκαίρι ήταν το ψάρεμα και τα αγαπημένα μου ψάρια, οι ροφοί.

Σιγά-σιγά ικανότητες και ο χαρακτήρας του ξεπέρασαν την τοπική κοινωνία και άρχισε να γίνεται γνωστός σε όλη την Κρήτη.

Μίλαγε ο Σταύρος, για το δάσκαλο του και όσο εγώ άκουγα, τόσο φούντωνε η επιθυμία μου να τον γνωρίσω. Είχε βουτήξει σχεδόν σε όλους τους βυθούς της Κρήτης και τους ήξερε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον. Πραγματικά ανεξάντλητος σε μέρη και τοποθεσίες, κρυφές ξερές, σηκώματα ή ξεχασμένα σαμάρια. Ενεπλάκη στο αθλητικό ψαροντούφεκο με το φίλο του Βουτσαλά, εκπροσωπώντας το ναυτικό όμιλο Ηρακλείου για πρώτη φορά τον Οκτώβριο 1983 όπου πήρε την δεύτερη ομαδική θέση στην Ντία Ηρακλείου. Ακολουθούν την επόμενη χρονιά (16-9-84) με τρίτη θέση στα Χανιά (ήταν μάλλον η χρονιά που την πρώτη μέρα πέταξε τους μεγάλους σαργούς στη θάλασσα νευριασμένος για τα θολά νερά), ενώ το 1985 στο Μαρμάρι Ευβοίας πήρε την πρώτη θέση. Στις 10 Σεπτεμβρίου 1986 παίρνει μέρος μαζί με τους άλλους κρητικούς Βουτσαλά, Παπακαστρίσιο και Γουστεριάδη στο Ευρωπαϊκό κύπελλο στα στενά του Βοσπόρου, που διοργάνωνε η Τουρκία. Απογοητευμένος από την πλήρη ανευθυνότητα των υπευθύνων (Ομοσπονδία) φτάνουν παραμονή του αγώνα, ενώ ως γνωστόν οι άλλες ομάδες ήταν το λιγότερο δέκα μέρες πριν για αναγνώριση. Ακούν τις συμβουλές του Ρομπέρτο Κάλιτς που απλά παρακολουθεί τους αγώνες χωρίς να συμμετέχει και όπως παραδέχεται και σήμερα ο Φωτιάδης ότι τους είπε βγήκε αληθινό.

Στον συγκεκριμένο αγώνα λόγω της μεγάλης ιδιαιτερότητας του (θολά νερά μέχρι τα μεσόνερα ατελείωτες εκτάσεις με ποσειδωνία και μεγάλη συγκέντρωση ψαριών στις λιγοστές πέτρες που υπήρχαν και που φυσικά τις ήξεραν οι άλλες ομάδες από την αναγνώριση) δεν είχαν καμία ελπίδα. Έτσι οι υπόλοιποι της ομάδας ψαρεύουν ρηχά, (θυμάται ακόμα μια υπέροχη τσίπουρα του Πάπακαστρίσιου 3 κιλών) ενώ ο ίδιος ακολούθησε από απόσταση μιας και απαγόρευαν οι τότε κανονισμοί να πλησιάσεις άλλον αθλητή ένα Γιουγκοσλάβο. Από τα ψαρεμένα κομμάτια του τελευταίου, ο Φωτιάδης κατορθώσει να βγάλει σχεδόν ίδια κιλά ψαριών με αυτόν.

“Μας έστειλαν ξυπόλητους και ρακένδυτους σαν ζητιάνους, χωρίς καν εθνική φόρμα. Εγώ σαν αρχηγός ομάδας δανείστηκα μία του Παπακαστρίσιου που είχε από άλλη συμμετοχή, για να εμφανιστώ στην έναρξη. Ούτε καν αρχηγό σύνοδο αποστολής δεν είχαμε και βάλαμε το όνομα ενός φίλου χρυσοχόου που είχε βρεθεί εκεί για να αγοράσει πρώτες ύλες για το κατάστημα του, αναφωνεί με αγανάκτηση ακόμα και σήμερα.”

Ένιωσε ντροπή και εθνική ταπείνωση και ίσως να ήταν αυτός ο λόγος που χάθηκε ύστερα από αυτή την συμμετοχή από το αθλητικό προσκηνίο. Συνέχισε να ψαρεύει στα αγαπημένα καθαρά νερά της Κρήτης μέχρι και σήμερα. Η αντοχή του στο κολύμπι παροιμιώδης και οι δυνατότητές του τεράστιες, όταν κουβαλώντας το εξάμετρο φουσκωτό του σε κόντρα καιρό και ρεύμα, κανείς δεν μπορούσε όχι μόνο να τον ξεπεράσει μα ούτε καν να τον φτάσει. Λένε πως κάποτε τον χρονομέτρησαν στα 23 μέτρα να σπάει με καλέμι το βράχο για να μεγαλώσει την τρύπα και να βγάλει ένα ροφό, κάνοντας χρόνο τεσσάρων σχεδόν λεπτών, ενώ οι ιστορίες για την δύναμη, το νεύρο και την ικανότητα του να χώνεται βαθιά σε τρύπες και να ξεβραχώνει δύσκολα ψάρια δεν έχουν τελειωμό.

Παροιμιώδης τέλος ήταν ο εξοπλισμός του. Εξοπλισμός μιας άλλης, περασμένης εποχής, τον οποίο ο Μανώλης συνέχισε να τον χρησιμοποιεί γιατί έτσι είχε μάθει, γιατί τον βόλευε και γιατί τον είχε προσαρμόσει στην δική του πραγματικότητα, δηλώνοντας περίτρανα το γνωστό ρητό «ότι για μένα είναι τέλειο για σένα μπορεί να είναι άχρηστο ή επικίνδυνο»

Πάνω από όλα η στρογγυλή, τεραστίων διαστάσεων, μονοκόμματη μάσκα του και τα κοντά πέδιλά του, έρχονται να δέσουν με την αυτοσχέδια πεντάαινά του και τον τεράστιο φακό του. Εξοπλισμός που σήμερα ακόμα και οι νεοφώτιστοι θα κορόιδευαν και θα γελούσαν. Όμως οι ροφοί που βγάζει καθημερινά τον έναν μετά τον άλλον σε βάθη 20 με 25 μέτρων - και αν χρειαστεί βαθύτερα - δεν γελούν καθόλου.

Ζούσε και ζει μια πολύ υγιεινή ζωή με σωστό ύπνο και διατροφή. Γεύεται σπανία το κρέας και τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά με δικά του προϊόντα, κηπευτικά η σαλιγκάρια του βουνού (και όχι από τους κάμπους που έχουν φυτοφάρμακα), άριες αγκινάρες, μανιτάρια και φυσικά ψάρια. Δεν αρρωσταίνει ποτέ και πίνει το δικό του ρακί, το δικό του κρασί και ούζο από το δικό του αποστακτήριο που τα φτιάχνει από τα δικά του αμπέλια. Ένας άνθρωπος σχεδόν σε όλα αυτάρκης, που έμαθε να ζει από αυτά που του δίνει αποκλειστικά η φύση, να την σέβεται και να την αγαπά. Ο Σταύρος είχε πάρει φόρα και δεν έλεγε να σταματήσει. Κοίταξα κρυφά το ρολόι μου. Κόντευε εξίμιση. Σε λιγότερο από μία ώρα θα τον συναντούσα. Η διαδρομή τελειώνει και το αστραφτερό γαλάζιο που Λιβυκού μέσα στο πρωινό ήλιο με έλουσε όλο. Εκεί έξω μέσα στην απεραντοσύνη βρισκόταν ο κόσμος του Φωτιάδη, ένας κόσμος που το εξερευνούσε πιστά για πάνω από 40 χρόνια.

 Μανώλης Φωτιάδης: Πως αντιμετωπίζω τους απρόβλεπτους κίνδυνους 

Πάντα προσπαθούσα να μη φέρνω τον εαυτό μου στα όριά του. Όταν μπαίνω σε υποβρύχιες σπηλιές με κρίνουν παράτολμο, μα ποτέ δεν επιχειρώ κάτι τέτοιο εάν δεν μελετήσω πολύ προσεκτικά την ίδια τη σπηλιά και την θέση του ψαριού. Πάντα φροντίζω όταν φτάνω στην επιφάνεια μετά από κάθε βουτιά, να έχω τόσο αέρα υπολειπόμενο, ώστε να μπορώ χωρίς να πάρω ανάσα να ξανακατέβω στο βάθος που ήμουν.

Αυτή μου η συνήθεια με έχει γλυτώσει δύο φορές, όπου πραγματικά έφτασα σε οριακό σημείο, από απρόβλεπτους κινδύνους και αστάθμητους παράγοντες.

Την πρώτη φορά χτύπησα σε μία τρύπα - πηγάδι στα 15 μέτρα ένα μεγάλο ροφό. Είχε βραχώσει και δεν έβγαινε. Έβαλα το χέρι μου και προσπάθησα να τον πιάσω από τα μάτια και να το τραβήξω. Χωρίς να το καταλάβω ο καρπός μου χώθηκε σε μία σχισμή που στένευε προοδευτικά και το φαρδύ της μέρος, από όπου χώραγε να βγει το χέρι μου κλείστηκε από το κεφάλι του ψαριού σε μία ξαφνική κίνηση του προς τα εμπρός. Βρέθηκα παγιδευμένος αφού το ψάρι δεν πήγαινε ούτε μπρος ούτε πίσω. Έφτασα στο σημείο να σκέφτομαι να κόψω το χέρι μου με το μαχαίρι, όταν με μία απότομη κίνηση κατάφερα να ξεσκαλώσω τον ροφό και μαζί τον εαυτό μου.

Μια άλλη φορά έπρεπε να μπω σε μία σπηλιά, η οποία είχε μικρό άνοιγμα, όσο η αγκαλιά ενός ανθρώπου ή λίγο μεγαλύτερη, ενώ μετά άνοιγε σε ολόκληρο δωμάτιο. Το ψάρι βρίσκονταν στο τέλος αυτού του δωματίου. Μπήκα, έφτασα το ψάρι, έριξα με το όπλο που είχε δελφινιέρα. Αυτή ξεπέρασε το ροφό και ο τελευταίος τρελαμένος επιχείρησε να βγει από την μοναδική έξοδο παίρνοντας όλο το σκοινί της βέργας. Η τελευταία “βρήκε” από τη μία και την άλλη της εισόδου, σκάλωσε, ενώ το σώμα του ψαριού έκλεισε εντελώς την είσοδο - έξοδο. Παράλληλα με τα ξέφρενα χτυπήματα του θόλωσαν τα πάντα και αποπροσανατολίστικα εντελώς. Έπρεπε στα λίγα δευτερόλεπτα που μου απόμειναν να βρω λύση. Έσβησα το φακό ελπίζοντας ότι το λιγοστό φως που έφτανε από την επιφάνεια, θα μου έδειχνε την έξοδο. Έτσι και έγινε. Άρπαξα το ψάρι γερά από τα μάτια με το ένα χέρι και με το άλλο ψηλαφώντας την βέργα, κατόρθωσα να την ξεσκαλώσω. Έφυγα αγκαλιά με το ροφό για την επιφάνεια σκασμένος…

 ΕΔΩ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ 2ο ΜΕΡΟΣ 

ΚατηγορίαΑΡΧΕΙΟ
Print
Back To Top