Menu
  1. Αρχική
  2. ΝΕΟ ΤΕΥΧΟΣ
  3. ΑΡΘΡΑ & ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ
  4. ΤΕΧΝΙΚΕΣ
  5. ΕΙΔΗ ΨΑΡΙΩΝ
  6. ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
    1. ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΙ - ΔΙΑΝΟΜΕΙΣ
    2. ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΕΣ
    3. ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ / E-SHOP
  7. ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΓΙΑ
  8. ΘΕΜΑΤΑ
  9. ΝΕΑ
  10. VIDEOS
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου 2024

Περιοδικο Βυθος : Αρθρα & Αρθρογράφοι

Περιοδικό ΒΥΘΟΣ, γράφει την ιστορία του σύγχρονου ψαροτούφεκου!

Μια απίστευτη ιστορία. Το όπλο που ταξίδεψε το Αιγαίο...

Θυμάται ο Ρομπέρτο Κάλιτς - Φωτο: Θανάσης Μαρκόπουλος

Μια απίστευτη ιστορία. Το όπλο που ταξίδεψε το Αιγαίο...

Η ιστορία που θα διαβάσετε είναι πραγματική και όλα ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 2011. Προκειμένου να μπορέσω να περιγράψω τα γεγονότα, η ύπαρξη του «ημερολόγιου σκάφους» έπαιξε σημαντικό ρόλο κυρίως ως προς το να θυμηθώ με ακρίβεια όσα συνέβησαν εκείνη την ήμερα, καθώς και αυτά που ακολούθησαν.  Τα κείμενα αυτού του άρθρου, είναι παρμένα ατόφια από το ημερολόγιο, όπου οι περιγραφές είναι ακριβείς σε κάθε τους πτυχή και οι αναμνήσεις έχουν κρατηθεί ζωντανές με τον πιο ρεαλιστικό τρόπο. Αυτό έχει σαν στόχο, να μεταδώσω με ακρίβεια στον αναγνώστη, όσα απίστευτα μου συνέβησαν!

Τον Αύγουστο του 2011 ήμασταν στην Άνδρο με τον φίλο μου τον Πάνο Μπάρδη και ψαρεύαμε σχεδόν καθημερινά. Το πέρασμα στην Άνδρο το είχαμε κάνει στις 16 Αύγουστου και είχαμε διασχίσει το Κάβο Ντόρο με τον γιο μου και την φίλη μας τη Μαρούσα, οι οποίοι μετά από μια εβδομάδα παραμονής είχαν επιστρέψει με το πλοίο της γραμμής. Έτσι, όποτε μας το επέτρεπε το μελτέμι ανοιγόμασταν στο πέλαγος. Ήταν η χρονιά που προς το τέλος του μήνα είχαν φυσήξει πολύ δυνατοί αέρηδες, φτάνοντας κάποιες φορές και τα 10 Μποφόρ!

Τις πρώτες μέρες ψαρεύαμε στα πολύ κοντινά μέρη στο Μπατσί, διότι ο καιρός δεν μας επέτρεπε για κάπου παραπέρα. Εκτός από μια μεγάλη σφυρίδα που είχαμε βάλει στην κατάψυξη, τα ψάρια που πιάναμε κάλυπταν της καθημερινές διατροφικές ανάγκες της παρέας μας. Αυτή η σχεδόν καθημερινή ολίγων ωρών επαφή με τις βουτιές σε φτωχούς και βαθείς ψαρότοπους, είχε ως αποτέλεσμα να αυξήσουμε σημαντικά τις επιδόσεις μας, χωρίς όμως να εξαντλούμε τον οργανισμό μας. Ο Πάνος ζούσε και ζει στα Χανιά. Η επαφή του με το νερό ήταν πολύ συχνή. Εγώ ψάρευα συστηματικά από τον Ιούνιο μετά από μία χειμερινή περίοδο εντατικών προπονήσεων. Οπότε σε συνδυασμό με την άριστη συνεργασία που είχαμε μεταξύ μας, η κάθε φορά που μπαίναμε στο νερό, αποτελούσε για μας την καθημερινή στιγμή μέγιστης χαλάρωσης και ενδοσκόπησης. Η γνωριμία μας μετρούσε χρόνια. Οι κουβέντες λιγοστές: «πού να πάμε», «τι ψάρια έχει εδώ», «φέρε λίγο το νερό»... Τίποτα παραπάνω. Σαν μια ιεροτελεστία γεμάτη εμπιστοσύνη, κάποιων ανθρώπων που συνεννοούνται, χωρίς να χρειάζεται να λένε περιττές κουβέντες, ειδικότερα όταν προετοιμάζονται για την καθημερινή τους εξάσκηση «διαλογισμού». Κι αυτό ίσχυε ανελλιπώς, κάθε φορά, από την στιγμή που μπαίναμε στο νερό, οπότε και ξεκινούσαν η χαλάρωση και οι άπνοιες!

30-8-2011

Επιτέλους καλοσύνη μετά από δεκαπέντε ήμερες που φυσάει ασταμάτητα και σαλπάρουμε για το Στενό. Ξεκινήσαμε στις 07:00 και ανοίξαμε έναν μικρό φλόκο και το μποτζουρούμι που στο ύψος της Παλαιοπόλης φούσκωσαν λίγο παραπάνω. Μετά, μόνο λίγες αδύναμες σπιλιάδες…

Ψαρέψαμε λίγο στο Στενό και αράξαμε για το βράδυ σε έναν φανταστικό ερημικό κόλπο από την πλευρά της Άνδρου απ’ όπου φαίνονταν και όλα τα βορεινά της Τήνου.

23:30 Απόλυτη ηρεμία και σκοτάδι. Είναι τόσο έντονη η απουσία της φωτορύπανσης σε αυτό το σημείο, που ο γαλαξίας, τα άστρα και οι πλανήτες, λες και συναγωνίζονται ποιο θα πέσει πρώτο επάνω μας. Όλοι οι αστερισμοί ήταν απλωμένοι πάνω σε ένα φόντο τόσο λαμπερό, που δυσκολευόμουν να τους ξεχωρίσω!

31-8-2011

Απόλυτη μπουνάτσα σήμερα με ανάποδα ρεύματα! Δηλαδή από νότο προς βορρά στο Στενό και από βόρειο-δυτικά προς νότιο-ανατολικά στη νότια Τήνο. Κατάλληλες συνθήκες για ψάρεμα στο Στενό. Πέσαμε από την πλευρά της Άνδρου, όμως διαπιστώσαμε ότι το ρεύμα ήταν πολύ ισχυρό. Λογικό είναι, τα νερά τα οποία «έσπρωχνε» επί 15 μέρες το μελτέμι, είχαν ξεκινήσει την επιστροφή τους προς τα επάνω! Ευκαιρία να βουτήξουμε στη μύτη όπου ο Nino Piras είχε δει τις συναγρίδες το 1991, σε ένα ψάρεμα κατά την διάρκεια της προετοιμασίας του αγώνα του Γλαύκου. Όσα συνέβησαν στη συνέχεα δεν έχουν και άμεση σχέση με το «ημερολόγιο σκάφους» αλλά αφού είναι το μόνο ημερολόγιο που κρατάω αυτή την περίοδο, πρέπει οπωσδήποτε να καταγράψω αυτό που έγινε για να πετάξω από την πλάτη μου το βάρος της «…αποτυχίας»!

Αγκυροβολήσαμε στον κοντινό ορμίσκο και γρήγορα διαπιστώσαμε το βόρειο-δυτικό ρεύμα. Κολυμπώντας προς τον κάβο, στην αρχή, υπήρχε ποσειδωνία και στην συνέχεια ο βυθός αγρίευε με μεγάλα βράχια τα οποία εκτείνονται και προς την άβυσσο με μια κλίση 45 μοιρών. Αποφασίσαμε να κολυμπήσουμε αρχικά προς το ρεύμα, έτσι ώστε στη συνέχεια, έχοντας το ρεύμα προς όφελος μας, να γυρίσουμε προς τη βάρκα, κάνοντας καρτέρια σε καλά σημεία. Τα κοπάδια με τα μικρά ψάρια (το ψιλό), έδειχναν να είναι ανήσυχα, παρ’ ότι από την επιφάνεια δεν φαινόταν κάποιος μεγάλος θηρευτής. Ξεκινήσαμε από τα 24 μέτρα, τις ενέδρες στην ευθεία του μεγάλου βράχου, όπου το ψιλό ήταν πιο συγκεντρωμένο και όταν τα καρτέρια μας φτάσανε στα 30-32 μέτρα, αρχίσαμε να βλέπουμε κάποια ψάρια ακόμα πιο χαμηλά: μικρά μαγιάτικα μέχρι 5-6 κιλά και κάποιες μεμονωμένες συναγρίδες. Όμως ο τόπος είναι για πολύ πιο άγρια «τέρατα»! Ο Piras είχε πει τότε με την χαρακτηριστική προφορά της Τοσκάνης: “Dentisci henormi” (τερατώδεις συναγρίδες).

Τα μεγάλα μονόπετρα εκτείνονταν προς τα βαθύτερα όσο έπαιρνε το μάτι μας και τα νερά ήταν πεντακάθαρα. Η ώρα είχε φτάσει γύρω στις πέντε το απόγευμα και όλα ήταν λίγο σκοτεινότερα κάτω, εκείνη τη στιγμή. Είχαμε παραμείνει στην ίδια ευθεία γιατί το μέρος μας «κρατούσε»! Τα καρτέρια μας ήταν πλέον από 37 μέχρι 42 μέτρα και χρησιμοποιούσαμε το εναλλασσόμενο έρμα του Πάνου. Μέχρι στιγμής όμως τα ψάρια δεν ήταν αυτά που περιμέναμε!

Το τελευταίο καρτέρι έγινε στα 39 μέτρα και διήρκεσε 1,47’. Από τεχνικής πλευράς όλα έγιναν όπως έπρεπε: Τέλεια χαλαρή βουτιά, ιδανική στάση σώματος στην ενέδρα με πολύ καλό οπτικό πεδίο στα αριστερά ενός πυραμιδοειδούς βράχου, απόλυτη ηρεμία και χαλάρωση στην στάση, έρμα ακουμπισμένο αθόρυβα μερικά μέτρα πίσω… Λοξά αριστερά και πιο χαμηλά, στα όρια της ορατότητας υπήρχε ένας μεγάλος βράχος όπου το γοπί έδινε μάχη με τα μαγιάτικα, μπροστά βάθος, και δεξιά πάλι βάθος!

Όταν το βλέμμα μου σταθεροποιήθηκε ευθεία προς τα κάτω, μετά από ένα κοίταγμα πρώτα δεξιά και μετά αριστερά, όπου τα ψάρια δεν έδειχναν κανένα ενδιαφέρον για την παρουσία μου, είδα πέντε ψάρια να ανηφορίζουν προς τα εμένα. Κρατούσα το 115 με 19ρια λάστιχα και βέργα 6,5 χιλιοστών δίφτερη, με το μυθικό “Maro’” γεμάτο με 50 μέτρα σχοινί! Είναι το όπλο που εμπιστεύομαι και χρησιμοποιώ κατά κόρον τα τελευταία 5-10 χρόνια! Εκτός αυτό, το όπλο ήδη ήταν ευθυγραμμισμένο προς τα ψάρια και ήμουν πιο ήρεμος και σίγουρος από ποτέ! Και γι’ αυτό το λόγο τα ψάρια με είχαν κεντράρει και ανηφόριζαν αποφασιστικά! Ήταν τεράστια! Όσο πλησίαζαν, τόσο μεγάλωναν.

Τότε “κλείδωσα” το βλέμμα μου στο πρώτο και άρχισα να το σημαδεύω, ενώ αυτό, καθώς πλησίαζε, συνέχιζε να μεγαλώνει! Τα άλλα δεν υπήρχαν πλέον για μένα. Σε λίγο άρχισα να διακρίνω λεπτομερώς, δόντια, ρουθούνια, χρώματα, κηλίδες και όγκο! Υπολογίζω 15 εκατοστά φάρδος μετώπου! Σκέφτηκα, ότι τέτοιο ψάρι, έπρεπε να το αποτελειώσω με τη μία και σημάδεψα το επίμαχο σημείο, απομονώνοντας όλο το σώμα της. Αυτοσυγκεντρώθηκα όσο δεν παίρνει. Έβλεπα μόνο μια τελεία, για μένα δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκείνη την στιγμή! Δεν υπήρχα καν εγώ! Δύο τελείες και μία ευθεία μόνο! Οι τελείες ήμασταν εμείς και η ευθεία η απεικόνιση της διαδρομής του βέλους που την στιγμή που θα εκτοξευόταν, εγώ θα ξυπνούσα, θα θυμόμουν ποιος είμαι, πού βρίσκομαι, τι κάνω και θα συνέχιζα απλά, να ζω. 

Η στιγμή είχε φτάσει! Πάτησα την σκανδάλη και το ψάρι «έμεινε στο σχοινί»! (δεν το είδα, το κατάλαβα μετά!) Τα δευτερόλεπτα που ακολούθησαν ήταν δραματικά. Προσπάθησα να σταματήσω το φευγιό της προς την άβυσσο μα στάθηκε αδύνατον: ένιωθα «νάνος» μπροστά της! Χωρίς να έχω προλάβει να ανοίξω το καρούλι και κρατώντας με δυο χέρια το όπλο μαζί με το σχοινί ξεκίνησα την ανάδυση μου κοντράροντας λοξά! Ήταν μάταιο. Τραβούσε σαν τόνος, σέρνοντας πίσω της τη βέργα και δεν μπορούσα να κόψω, ούτε στο παραμικρό τη φόρα της. Βρισκόμουν ακόμα εκεί κάτω. Μου άδειαζε το φρεναρισμένο μουλινέ και το τελευταίο πράγμα που είδα ήταν, ότι «εκείνη» καβαλούσε πάνω από τον μεγάλο βράχο, εκεί αριστερά χαμηλά στα πενήντα, καθώς εξαφανιζόταν προς την άβυσσο!

Τότε μην «έχοντας» τίποτα άλλο να κάνω, απελευθέρωσα το φρένο του “Maro” και ξεκίνησα την ανάδυση. Τότε άρχισε το ξέφρενο ξετύλιγμα του σχοινιού από το ψάρι. Εγώ αναδυόμουν και αυτό καταδυόταν! Καθώς κέρδιζα μέτρα άνετα προς την επιφάνεια χωρίς να σκέπτομαι πολλά-πολλά και το ψάρι συνέχιζε να παίρνει σχοινί με τον ίδιο ρυθμό, ξαφνικά μπλόκαρε το ταμπούρο.

«-Ωχ, μπλέχτηκε το σχοινί; Τώρα βρήκε να το κάνει; Στην μεγαλύτερη μου συναγρίδα;» αναρωτήθηκα. Κοίταξα και…. «ΟΟΟΟχι! Άδειο το ταμπούρο!» Αμέσως σκέφτηκα τον Pelizzari: «-Αχ να ήσουν εδώ» Και αμέσως μετά τον Mazzari με τον Pipin που σε ένα ψάρεμα που είχανε κάνει μαζί στην Ιταλία, μια συναγρίδα, είχε -καλή ώρα- φύγει έτσι στην άβυσσο και ο Pipin κατέβηκε και την έφερε.

Κοίταξα προς πάνω. Υπολείπονταν 8-10 μέτρα. Είδα τον Πάνο που ήδη είχε ξεκινήσει, οπότε παράτησα το όπλο και ανέβηκα να δω τον Ήλιο!

Στο ημερολόγιο η περιγραφή του συμβάντος σταμάτησε εκεί! Ο Πάνος είχε ασφαλίσει το όπλο με μια σημαδούρα. Μετά του εξήγησα τι ακριβώς είχε συμβεί. Θυμάμαι πώς γούρλωσε τα μάτια του όταν του είπα ότι επρόκειτο για ένα ψάρι πάνω από 14 κιλά! Το πρώτο πράγμα που με ρώτησε, ήταν πόσα μέτρα σχοινί είχα τυλιγμένο στο καρούλι. Επειδή δεν ήθελα να τον τρομάξω, με μισόλογα, απέφυγα να του απαντήσω. Και αποφασίσαμε από κοινού να κάνει μια ερευνητική βουτιά με το έρμα, να δει από… ψηλά, έτσι ώστε στη συνέχεια να κρίνουμε αν τελικά θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι. Στην ερευνητική βουτιά χρησιμοποίησε την ψαρευτική ανέμη που είχε 18 μέτρα μεσίνα και μετά κανονικό σχοινί σημαδούρας. Ακριβώς στην ένωση είχε και ένα λευκό σημαδουράκι (πολύ χρήσιμο στο ψάρεμα στα μεγάλα βάθη το να είναι λευκό) το οποίο αφ’ ενός μεν κρατάει τη μεσίνα πάντα κάθετα, αφ’ ετέρου είναι σημείο αναφοράς για τον δύτη επιφάνειας που εντοπίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια ανά πάσα στιγμή το σημείο ανάδυσης του ζευγαριού του. Σε όλα μας τα ψαρέματα αυτό το σημαδουράκι το βλέπαμε από την επιφάνεια, αλλά όταν ο Πάνος βούτηξε για αυτήν την συναγρίδα το σημαδουράκι… χάθηκε!

Η εμπιστοσύνη μου στις δυνατότητες του Πάνου δεν σηκώνουν καμία αμφισβήτηση! Τον ξέρω από πολύ μικρό παιδί, ήταν μαθητής μου από τους καλύτερους μέχρι την Γ’ Βαθμίδα. Αργότερα στο εκπαιδευτικό στην ΕΟΥΔΑ είχε αποδείξει ότι εκτός από άριστος αθλητής είναι και ευφυές άτομο, κάτι το οποίο δικαιολoγούσε και τα αποτελέσματα της εκπαίδευσης και της μόρφωσής του. Βουτάγαμε τις τελευταίες 15 μέρες συνέχεια μαζί. Τρώγαμε καλά. Δεν τον άφηνα να ξενυχτήσει. Είχα και έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στην κρίση του. Όταν όμως έχασα το σημαδουράκι από τα μάτια μου, αγχώθηκα λίγο! Το σχοινί της σημαδούρας το έλεγχα, δηλαδή το «άδειαζα» καθώς ο Πάνος καταδυόταν! Πέρασε από το μυαλό μου να το φρενάρω. Εκείνη την στιγμή ένιωσα το έρμα ελεύθερο και τότε κατάλαβα ότι το είχε εγκαταλείψει. Το κράτησα! Όχι, δεν μπορεί να είχε φτάσει τέρμα κάτω γιατί το έρμα αιωρείτο. Κάτι άλλο συνέβαινε. Με το άλλο χέρι κρατούσα το σχοινί που ήταν δεμένο το όπλο. Όταν ένιωσα σε αυτό κάποια δόνηση, κατάλαβα ότι είχε τουλάχιστον οπτική επαφή και έλπιζα να μείνει μέχρι εκεί. Όμως δεν ένιωσα άλλο «τσίμπημα» και τότε κατάλαβα ότι είχε ξεκινήσει την ανάδυση! Πράγματι σε λίγο τον διέκρινα από χαμηλά να αναδύεται παράλληλα με το σχοινί του όπλου. Η άνωση του έντονη λόγω του ότι φόραγε πεντάρι σακάκι με τριάρι παντελόνι. Ήταν μια χαρά. Εξάλλου ο χρόνος που είχε κάνει δεν ήταν από αυτούς που σε ανησυχούν.

  • Τι έγινε ρε Πάνο;
  • Τι να γίνει; Δεν μπορούσα να εξισώσω, μου απάντησε.
  • Ευτυχώς γιατί αν εξίσωνες θα έφτανες κάτω και εκεί είναι 60 μέτρα το λιγότερο!

Δεν μπορούσαμε να κάνουμε σχεδόν τίποτα εκτός από το να περιμένουμε. Η ώρα είχε περάσει και ήταν η τελευταία μέρα των διακοπών. Πήγαμε λοιπόν και φέραμε τη βάρκα κοντά και αποφασίσαμε να τραβήξουμε ενώνοντας πολλά μέτρα σχοινί έτσι ώστε να αυξήσουμε τις μοίρες στην γωνιά που θα τραβούσαμε. Ο Πάνος στη βουτιά του είχε φτάσει αρκετά χαμηλά ώστε να δει και να κρίνει. Το ψάρι είχε μπει όπως ήταν και αναμενόμενο, κάτω από μια μεγάλη πέτρα. Η βέργα ήταν έξω και υπήρχαν και σκαλωμένα δίχτυα και παραγάδια! Είχε δει την κατεύθυνση οπότε θα τραβούσαμε αντίθετα. Στην πρώτη προσπάθεια, μετά από αρκετή ώρα που τραβούσαμε σε ρελαντί, κόπηκε το σχοινί, το χοντρό ευτυχώς. Βουτήξαμε και το ξαναδέσαμε για να ξαναπροσπαθήσουμε. Ο Ήλιος τώρα είχε χαμηλώσει αρκετά. Η ένταση της αβεβαιότητας ήταν διάχυτη. Στην δεύτερη προσπάθεια είχε σχεδόν σουρουπώσει όταν ξανακόπηκε το σχοινί! Και τότε ένιωσα την «ήττα» και «παραδόθηκα». Έτσι όπως «εκτονώθηκε» η φόρα της βάρκας με το κόψιμο του σχοινιού είχαμε κατεύθυνση προς Άνδρο.

  • Μάζεψε, του πρόσταξα, έδωσα «δρόμο στη μηχανή» και ούτε ξανακοίταξα πίσω …  Όταν φτάσαμε στο τέλος του μαζέματος των 100 μέτρων σχοινί, μου λέει θορυβημένος:
  • Το όπλο έμεινε εκεί!
  • Άστο να μείνει, του λέω. Δε με νοιάζει πια. Θα το πούμε στον Βαγγέλη (Κεραμιδόγατος) και αν τύχει να το βρει, το βρήκε! ΔΕΝ ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ!

Την άλλη μέρα γυρίσαμε Αθήνα. Εγώ στην δουλειά μου και ο Πάνος μετά από μερικές μέρες στα Χανιά!

Τρία χρόνια μετά…

Το Δεκαπενταύγουστο του 2014 καμία σχέση δεν είχε με τα προηγούμενα! Ειδικότερα με αυτό του 2011! Είχε φυσήξει λίγο, εκεί γύρω στις 17 του μήνα και μετά καύσωνας μέχρι τέλους. Έτσι επέλεξα να πάω Άνδρο με τον φίλο μου τον Βασίλη Κοντό, όπου κάναμε το πέρασμα του Κάβο Ντόρο ξανά στις 16 Αυγούστου. Μετά ο Βασιλης έφυγε και έμεινα στο Μπατσί όπου κάναμε παρέα με τον Βαγγέλη ο οποίος είχε φέρει το καΐκι από αυτήν την πλευρά για να ψαρεύει πιο άνετα. Οπότε μια μέρα βουτιές, μια μέρα παραγάδια, πέρναγαν οι διακοπές μου ανέμελα.

Στις 27 Αυγούστου του 2014 προμηνυόταν καύσωνας! Ο Βαγγέλης είχε δολώσει μερικά χοντρά παραγάδια και ετοιμαζόταν να βγει στο πέλαγος. Εγώ δεν είχα και πολύ όρεξη. Δεν είχα κάνει καλό ύπνο λόγω «αμφιθεατρικής» ηχορύπανσης στο Μπατσί από τα μπαράκια που διαγωνιζόντουσαν σε ένταση με κάθε είδους ετερόκλιτης μουσικής! Είχε τόση ζέστη που ακόμα και κάτω από την τέντα δεν άντεχε κανείς. Αποφάσισα να σαλπάρω και εγώ. Τουλάχιστον θα κινιόταν το σκάφος και θα είχε λίγο αεράκι. Έβαλα λοιπόν πλώρη προς το νότο. Κάπου στον Διακόφτη ανοιχτά ήταν και ο Βαγγέλης και καλάριζε. Διασταυρωθήκαμε και αποφασίσαμε να συναντηθούμε το βράδυ στον Χαλκολιμνιώνα. Το σκάφος έπλεε χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση και σκοπό. Με ενδιέφερε να κινείται για να φυσάει λίγο και να δροσίζει! Στο ραδιόφωνο χαλαρή τζαζ και στην ευθεία πορεία οι κάβοι προς την Τήνο! Έτσι ανέμελα πέρναγα τους κάβους σύρριζα και τους κόλπους από ανοιχτά! Είχα δέσει το διάκι και διάβαζα στην σκιά κάτω από την τέντα.

Πού και πού έριχνα και μια ματιά στην πορεία μου χωρίς να με νοιάζει και πολύ για το πού θα φτάσω. Προς το μεσημέρι έφτασα στο Στενό και έτσι όπως θυμόμουν σε κάθε κάβο παλιές περιπέτειες, διέκρινα μακριά τον κάβο που πριν τρία χρόνια είχαμε «αφήσει» το όπλο μαζί με τη μεγάλη συναγρίδα! Και τότε ξαναθυμήθηκα για πολλοστή φορά αυτό που είχε συμβεί πριν από τρία χρόνια… Από τότε δεν είχα ξαναπάει εκεί. Δεν το πολυσκέφτηκα. Αποφάσισα να πάω να βουτήξω, έτσι από περιέργεια. Να ξαναδώ τον τόπο και να κυνηγήσω τις αδελφές του μεγάλου ψαριού που είχαμε χάσει τότε μαζί με τον Παναγιώτη. Έφτασα λοιπόν και αμέσως διέκρινα ότι τα ρεύματα ήταν ανάποδα από ότι ήταν τότε και χάρηκα! Χάρηκα γιατί εφ’ όσον οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, θα μπορούσε ίσως τα ψάρια να είναι ρηχότερα αυτή τη φορά. Έτσι, πολύ σύντομα ήμουν μέσα στο νερό, απόλυτα συγκεντρωμένος γιατί ήξερα τί και πού να περιμένω. Έκανα συνολικά καμιά δεκαριά καρτέρια βαθαίνοντας σταδιακά μέχρι τα 32 μέτρα. Ήμουν μόνος και θεωρώ ότι υπερέβαλα κιόλας. Αλλά όλα ήταν τόσο ευοίωνα που κατάφερα να χαλαρώσω τέλεια. Δεν είδα όμως αυτό που περίμενα. Είχα δει έναν ροφό από μακριά. Σε μια άλλη βουτιά μια στήρα και σε μια από τις τελευταίες, δύο συναγρίδες.

Κανένα όμως από αυτά δεν με είχε πλησιάσει και όταν γύριζα πλέον προς τη βάρκα, γεμάτος ικανοποίηση από την ευφορία που νιώθουμε μετά από τις εύκολα πετυχημένες άπνοιες, σκέφτηκα τον Παναγιώτη και είπα να τον πάρω τηλέφωνο μόλις ανέβω στη βάρκα και να του πω ότι ψάρεψα στο επίμαχο κομμάτι, μιας και είχαμε να μιλήσουμε και αρκετό καιρό. Έφτασα λοιπόν, έβγαλα την στολή και πήδηξα στη θάλασσα για να ξεπλυθώ. Στη συνέχεια, καθώς σκουπιζόμουν και τσιμπολογούσα κάτι αποξηραμένα φρούτα, πήρα το κινητό μου για να τον καλέσω και προς πολύ μεγάλη μου έκπληξη είδα μια αναπάντητη κλήση από τον ίδιο! Χαμογελώντας σκέφτηκα ότι, εντελώς τυχαία θα μίλησε με τον Βαγγέλη ο όποιος θα του είχε πει ότι πάω «εκεί» και θα με πήρε να μάθει τι έκανα. Αν όμως δεν είχε μιλήσει με τον Βαγγέλη;;; Κοντοστάθηκα λίγο και μετά πάτησα το πλήκτρο. Όταν το σήκωσε δεν του ανέφερα τίποτα. Μόλις λοιπόν μετά από τα τυπικά μου είπε την παρακάτω κουβέντα πάγωσα:

 -Άκου τι έγινε. Δεν θα το πιστέψεις, έφεραν στο μαγαζί του Σπύρου Παπακαστρίσιου στα Χανιά ένα όπλο που βρήκε κάποιος, το οποίο είναι ολόιδιο με αυτό που χάσαμε τότε στην Τήνο!

Ο Βαγγέλης Μαργιέτης, ή για κάποιους φίλους Κεραμιδόγατος.

Μεγάλο κενό ακολούθησε… Καθώς επεξεργαζόμουν αυτά που μου είχε πει, η σκέψη που υπερίσχυσε ήταν, ότι τώρα, ήμουν σίγουρος ότι είχαν μιλήσει με τον Βαγγέλη και μου είχαν στήσει «πλεκτάνη»! Δηλαδή όχι άπλα δε με είχε πάρει τηλέφωνο να μάθει αν είχα δει ή πιάσει κανένα ψάρι, αλλά να μου έκανε και πλακίτσα… Τότε άρχισα τα βρισίδια:

  • Δε ντρέπεστε ρε κωλόπαιδα να μου κάνετε, ποιοί, εσείς, έμενα πλάκα;
  • Γέλια και οι δυο φυσικά, εκείνος να γελάει όμως και να επιμένει και εγώ να ωρύομαι. Αυτό επαναλήφθηκε δυο τρεις φορές, οπότε του λέω κάποια στιγμή:
  • Ξέρεις βρε που βρίσκομαι;
  • Πού; με ρωτάει.
  • Εκεί!
  • Πού εκεί; Ξαναρωτάει.
  • Εκεί που είχαμε αφήσει τη συναγρίδα με το όπλο, στην Τήνο. Τότε ακολούθησε ξανά σιγή και μετά είπε:
  • Ναι, αλλά τώρα εσύ μου κάνεις πλάκα!

Λαβή και σωλήνας ήταν ολόιδια με του όπλου που είχα χάσει.

Εκεί άρχισαν ξανά τα βρισίδια, ο ένας να μην πιστεύει τον άλλον, φωνές και γέλια τόσο που σίγουρα με άκουγαν όλοι οι γλάροι του Στενού! Δεν με έπειθε. Τέτοια σύμπτωση την απέκλεια παντελώς! Έπρεπε σύντομα να βρω τον Βαγγέλη ώστε να μπορέσω να τον “ψαρέψω” με διάφορα τεχνάσματα για να μάθω την αλήθεια! Όταν τον βρήκα στον Χαλκολιμνιώνα είχε ήδη νυχτώσει. Άλλη μια σκοτεινή νύχτα χωρίς φεγγάρι. Πλαγιοδετήσαμε και ξεκινήσαμε τη διαδικασία προετοιμασίας δείπνου. Καθ’ όλη τη διάρκεια του φαγητού τον κοίταζα συνεχώς στα μάτια, ειδικά όταν μιλάγαμε για το ψάρεμα μου στην Τήνο και ειδικότερα όταν επίτηδες αναφέρθηκα για πολλοστή φορά στην περιπέτεια του 2011! Τον ξέρω καλά! Είναι ευθύς άνθρωπος. Αν ήταν μπλεγμένος στην καζούρα, θα το είχα καταλάβει από τα μάτια του. Τότε του εξήγησα το περιστατικό με την αναπάντητη και το τηλεφώνημα του Πάνου, όπου και εκείνος απόρησε με τη φοβερή σύμπτωση! Πολλά στροβιλίζονταν μέσα στο μυαλό μου αλλά πραγματικά δυσκολευόμουν να το πιστέψω. Ήταν πολλές οι συμπτώσεις και περασμένη η ώρα για προβληματισμούς. Πριν κοιμηθώ εκείνο το βραδύ το τελευταίο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να μιλήσω με τον Πάνο για να με φέρει σε επαφή με τον άνθρωπο που είχε το υποτιθέμενο όπλο στα χέρια του τώρα.

Όταν γύρισα στην Αθήνα, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να επικοινωνήσω με τον Γεώργιο Μπαριωτάκη, του όποιου τον αριθμό είχε βρει ο Πάνος.

Η ιστορία τελικά είχε ως εξής: το όπλο ήταν στο μαγαζί του Σπύρου και το είχε πάρει από εκεί! Ήταν ένα όπλο με λαβή Merou, κεφαλή Commanche και σωλήνα Carbon. Δεν είχε βέργα ούτε καρούλι και τα λάστιχα ήταν Demka κομμένα όμως στα ρακόρ και είχε τρύπα στον υποφυλακτήρα της σκανδάλης, έτσι όπως συνηθίζω να τοποθετώ εγώ τα μουλινέ! Παρακάλεσα τον Γιώργο να βγάλει μερικές φωτογραφίες και να μου τις στείλει. Από τις φωτογραφίες δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτα παραπάνω από ότι μου είχε περιγράψει στο τηλέφωνο. Το μόνο που έμενε ήταν να δω το όπλο από κοντά. Έτσι, όταν στα τέλη Οκτώβριου κατεβήκαμε στην Κρήτη για τα γυρίσματα ενός ντοκυμαντέρ, την ήμερα που κάναμε τη συνέντευξη του Σπύρου στο κατάστημα του στην Σπλάνταζα, συναντηθήκαμε με τον Γιώργο ο όποιος έφερε το όπλο για να το δούμε. Και φυσικά ήταν και ο Πάνος εκεί. Η λαβή η ίδια, με τρύπα στον υποφυλακτήρα. Κεφαλή και βίδα κεφαλής ίδια. Ο σωλήνας όμως ήταν ματ, δεν γυάλιζε όπως συνήθως!

Βεβαίως αυτό θα μπορούσε να δικαιολογηθεί, δεδομένου ότι και η λαβή είχε κάποιες φθορές, με το γεγονός πως είχε περιπλανηθεί σε όλο το Αιγαίο μέχρι να φτάσει στα …Χανιά! Ήμασταν πέντε: ο Σπύρος, ο Γιώργης, ο Πάνος, ο Γιώργος Κάλλης και εγώ και κοιτάζαμε το όπλο ενώ όλοι περίμεναν από εμένα να το αναγνωρίσω! Το αναγνώριζα αλλά δεν μπορούσα να το πιστέψω. Έψαχνα στοιχεία που να αποδεικνύουν το αντίθετο και δεν έβρισκα… Οπότε θυμήθηκα μια λεπτομέρεια: θα βγάζαμε την κεφαλή να δούμε αν ήταν βαριδωμένη και αν ναι, αν ήταν με τον τρόπο τον δικό μου! Έφερε ο Σπύρος δυο κατσαβίδια, ξεβιδώσαμε τη βίδα και όταν βγάλαμε την κεφαλή αποκαλύφθηκε το μυστήριο της σύμπτωσης. ΝΑΙ, αυτό ήταν το όπλο μου που είχαμε αφήσει το 2011 στην Τήνο. Ήταν απίστευτο. Τι μπορεί να είχε γίνει; Πολλά σενάρια θα μπορούσαν να «γραφτούν». Αλλά λίγο με ενδιέφερε. Το μόνο που έμενε τώρα ήταν να μιλήσω με τον άνθρωπο που το είχε βρει. Χαιρετηθήκαμε με τον Γιώργο ο όποιος μου υποσχέθηκε ότι θα μου έβρισκε το τηλέφωνο του δύτη που είχε βρει το όπλο.

Μετά από μερικούς μήνες, τον Δεκέμβριο μίλησα με τον Γιώργο ο όποιος μου είχε βρει το τηλέφωνο του Μπάμπη Βρανά, του ανθρώπου που βρήκε το ψαροτούφεκο. Μέχρι τότε δεν ξέραμε την παραμικρή λεπτομέρεια για τις συνθήκες εύρεσης του όπλου.

Ο Μπαμπής Βρανάς λοιπόν, τον Ιούνιο του 2014, σε μια εκδρομή στην Αγρία Γραμβούσα, στο δυτικό άκρο της Κρήτης, κάποια στιγμή το μεσημέρι βγήκε σε μια δύσβατη παραλία για να ξαποστάσει. Εκεί λοιπόν, ανάμεσα σε κλαριά και δέντρα και σκουπίδια που φέρνουν και συσσωρεύουν τα τεράστια κύματα τον δυτικών ανεμών, έπεσε το μάτι του σε κάτι διαφορετικό! Ήταν το όπλο μου! Επάνω του είχε τα λάστιχα που ήταν καμμένα εξ’ ολοκλήρου και στη θέση του μουλινέ, μόνο η βάση του και αυτή ήταν κατεστραμμένη… Αυτά όλα!

Έτσι έκλεισε ένας κύκλος συμπτώσεων όπως πολλές άλλες που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της ζωής κάθε ανθρώπου. Οι συμπτώσεις είναι μέρος της ζωής. Πόσες όμως από αυτές «αποκαλύπτονται» και ποιος είναι αυτός που το καθορίζει; Ομολογώ ότι το χάσιμο εκείνης της συναγρίδας στην Τήνο τον Αύγουστο του 2011, με είχε στοιχειώσει για μεγάλο διάστημα. Από τον Αύγουστο του 2014, όταν άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι και να πλησιάζω σίγα σίγα προς την εξακρίβωση του μυστήριου της εύρεσης του όπλου στα Χάνια Κρήτης, άρχισε να φεύγει από την πλάτη μου το βάρος της «αποτυχίας» και τελικά να εξανεμίζεται. Λες και όλα τα γεγονότα ήταν προγραμματισμένα να γίνουν έτσι από την αρχή για να πάρω ακόμα ένα «μάθημα» όπως κάθε φορά που βγαίνω στη θάλασσα. Όμως αυτό το μάθημα είχε μακρόχρονη εφαρμογή και πιστεύω ότι ήταν από τα σημαντικότερα της ζωής μου.

ΚατηγορίαΙΣΤΟΡΙΕΣ
Print

Back To Top