Ξεκίνα Ταπεινά.
Το υποβρύχιο κυνήγι για την συντριπτική πλειοψηφία των ασκούμενων είναι ένα απλό, πλην συναρπαστικό χόμπι που προσφέρει αναψυχή και ξεγνοιασιά. Και αυτή ακριβώς η πληθυσμιακή πλειοψηφία είναι το πλέον υγιές κομμάτι του κόσμου μας, οι αληθινοί εραστές, οι fan και οι στυλοβάτες που κινούν την οικονομία του χώρου. Είναι οι πραγματικοί χομπίστες, το κομμάτι που οφείλουμε να διευρύνουμε. Το κλασσικότερο ζήτημα που αντιμετωπίζουν όμως όσοι ξεκινούν να ασκούν το ψαροτούφεκο στα σαββατοκύριακα τους, είναι η πολύ χαμηλή ύπαρξη ψαριών στις ρηχές και εν γένει εύκολα προσβάσιμες ζώνες. Είναι το σημείο που εγείρει τις περισσότερες γκρίνιες... «Μα πήγαμε 6 ώρες δρόμο και δεν είχε ούτε πέρκα». Και εντάξει είναι κάπως γραφικά αστείο όταν καταφέρεις να εξελιχθείς και κατόπιν εορτής αναμοχλεύεις τις φόλες που «καταβρόχθιζες» τα πρώτα χρόνια× ωστόσο αποτελεί υπαρκτό, μεγάλο και νοσηρό ζήτημα. Είναι μεγάλο θέμα καθώς αποτρέπει πληθώρα νέου κόσμου απ’ το να ασχοληθεί εντατικά, να παθιαστεί, γευόμενο τη χαρά τη σύλληψης ενός αξιόλογου θηράματος. Κόσμου που θα μεγάλωνε και θα ισχυροποιούσε το χόμπι μας, τόσο απέναντι στην πολιτεία, όσο και στους επαγγελματίες που για πολλούς λόγους, το κοιτούν με μισό μάτι. Αν οι ψαροτουφεκάδες πολλαπλασιαστούμε, πολλαπλασιάζεται και η φωνή μας, δυναμώνει η ίδια η ενασχόληση και εδραιοποιείται έτσι η μακροημέρευση της σε κάθε επίπεδο. Οι μεθαυριανοί αθλητές υποβρύχιας αλιείας από που θα προκύψουν άλλωστε;
Για να συμβεί όμως αυτό, πρέπει οι αγαπητοί αρχάριοι, το μέλλον και η δύναμη ανανέωσης του χόμπι, να βρίσκουν κάτι να κυνηγούν από τις πρώτες κιόλας εξορμήσεις τους. Κάτι εφικτό και υπαρκτό. Που να θρέφει έστω και τα μικρά τους όνειρα, γεμίζοντας τις ψαροβελόνες αλλά και τις προσδοκίες τους για ένα καλύτερο αύριο. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, οφείλουν να στρέψουν για λίγο τα όπλα τους μακριά από τα θηράματα τρόπαια και να εστιάσουν για αρχή σε κάτι ταπεινότερο.
Μα Σάλπες;
Το θυμάμαι σαν τώρα. Ήταν το καλοκαίρι του 2004, βρισκόμουν στη Σύρο για τη δίμηνη θερινή πρακτική της σχολής στο Νοσοκομείο. Εκεί στον μακρόστενο διάδρομο της χειρουργικής κλινικής με το πράσινο μουντό πλαστικό πάτωμα είδα για πρώτη φορά έναν από τους ανθρώπους που με επηρέασαν σημαντικά στον τρόπο που αντιμετωπίζω το υποβρύχιο κυνήγι. Έστω και αν αυτή η διάδραση επιτελέστηκε ολοκληρωτικά σε δεύτερο χρόνο.
Στις αποσκευές μου από την Αθήνα είχα ένα πορτοκαλί καταδυτικό υπολογιστή με μεγάλες για την εποχή ενδείξεις και ένα μόνο 105 carbon με διπλά 19άρια και μία δίφτερη 7άρα με εγκοπές, που κλώτσαγε περισσότερο και από έφηβο μουλάρι σε παράκρουση. Ο Ζωνό όταν τα έδενε στο σχετικά φρέσκο τότε κατάστημα του στον Κολωνό, μειδίαζε πρόσχαρος γνωρίζοντας τι θα ακολουθούσε το πάτημα της σκανδάλης… Τα χειροποίητα carbon πτερύγια και η ιταλική λεία επί μέτρω, πλαισίωναν το πακέτο εξοπλισμού του πιτσιρικά/πυραύλου που θέλει να κατακτήσει την άβυσσο και να μοιάσει στους εικονιζόμενους στις αφίσσες του δωματίου. Τον Ισπανό Alberto March και τον Salvatori, τον τρελό Γάλλο που μπορεί να έχανε από το Renzo, αλλά βούταγε πάντα λίγο περισσότερο.
Αυτό άλλωστε με είχε ωθήσει να προπονηθώ σαν σκύλος για δεύτερη χρονιά όλο τον προηγούμενο χειμώνα όπως και να τουφεκίσω εκείνη την στήρα στο σκαλοπάτι στα 43 μέτρα βαθιά, δύο βδομάδες πριν φτάσω στο νησί. 43 ολόκληρα μέτρα, με σταθερά, το 2004! Επίτευγμα που με έκανε ηλιθιωδώς περήφανο και είχα εκμυστηρευτεί μόνο στον μακαρίτη τον Δημήτρη που με έπαιρνε μαζί του στα ψαρέματα για ξεβραχωτήρι και στον Νίκο τον Κουβαρά που με υπομονή με προπονούσε. Οι υπόλοιποι άλλωστε θα με περνούσαν για ψεύτη ακόμη και αν το D3 είχε αποθηκεύσει στη μνήμη του όλη τη βουτιά.
Στον πρώτο όροφο λοιπόν του Βαρδάκειου και Πρώιου Γ.Ν. στη Σύρο συνάντησα έναν μονίμως, σχεδόν, ξινισμένο γιατρό με γυαλάκια, και μία υψίσύχνη περιπαικτική φωνή που αν την ακούγες μία φορά δεν την ξεχνούσες ποτέ. Ο κος Αλέξανδρος Λημναίος. Δυναμικός στα όρια του τραχύ με πάθος για την αλήθεια ακόμη και στις λιγότερα βολικές εκδοχές της. Δεν δίσταζε να πει τα πράγματα με την ειλικρίνεια που τα σκεφτόταν, ακόμη και αν αυτό μπορεί να του στοίχιζε σε δημοτικότητα. Προσωπικά τον είχα «σταμπάρει» από τις σελίδες ενός τεύχους του «Βυθού» κάμποσο καιρό νωρίτερα, καθώς στην Αζόλιμονο που μας πήγαινε ο μπαμπάς μου μικρούς για μπάνιο είχε βαρέσει ένα πάρα πολύ σπάνιο και μεγάλο ψάρι και το κτύπημα είχε δημοσιευτεί στο αντίστοιχο τεύχος του περιοδικού. Τον είδα να διασχίζει τον διάδρομο του νοσοκομείου και αμέσως έσπευσα για να του συστηθώ. Δεν εντυπωσιάστηκε καθόλου! Ξεστόμισε κάτι ελαφρώς απαξιωτικό ή τουλάχιστον έτσι θυμάμαι και έφυγε. Παρόλα αυτά είχε κάτι το απροσδιόριστα συμπαθητικό. Τις επόμενες μέρες επέμενα και τελικά μετά από αρκετή προσπάθεια απόσπασα την προσδοκούμενη απάντηση.
- Παίρνω αντιβίωση για την ιγμορίτιδα, θα πάμε για ψάρεμα όταν γίνω καλά. Κάνε λίγη υπομονή μικρέ, μην είσαι ανυπόμονος. Δεν τους μπορώ τους ανυπόμονους.
Όπερ και εγένετο. Δύο βδομάδες μετά, δώσαμε ραντεβού στον Φοίνικα στο νότιο κομμάτι του νησιού. Ήταν ένα ζεστό απόγευμα του Ιούλη με το μελτέμι να πνέει στις συνήθεις για την εποχή τιμές του. Μπήκαμε στο Joker του γιατρού λύσαμε, βγήκαμε από το λιμανάκι και ταξιδέψαμε σκάρτα δέκα λεπτα μέχρι την πλησιάστερη μεριά από το Ψαθονήσι. Φουντάραμε το σίδερο και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε. Κάπου εκεί μου μίλησε.
- Θα κάνω ένα ζέσταμα εδώ γύρω και μετά θα έρθω να σε εδώ. Πρόσεχε! Εδώ κάνει βαθιά μην πας και πνιγείς εντάξει;
- Ναι γιατρέ
- Πρόσεχε έτσι! Δεν είναι Αθήνα εδώ! Εδώ τα ψάρια είναι άλογα. Είκοσι μπουκαλάκηδες ψαρεύουν εδώ κάθε βράδυ.
Συμφώνησα ξανά με ένα νεύμα του κεφαλιού αυτή τη φορά, ετοιμάστηκα και έπεσα. Ανοίχτηκα λίγο και έκανα μία δύο αναγνωριστικές βουτιές. Μετά διάλεξα ένα κομμάτι που μου άρεσε κάπως, χαλάρωσα καλά και δοκίμασα μια βαθιά βουτιά. Προσγειώθηκα στο σκαλί που είχα εντοπίσει νωρίτερα από τη μεσόνερη. Λίγο πιο κάτω ένας σαργός έκανε να φύγει, τα διπλά εκτονώθηκαν, η 7αρα ξεπέρασε τελείως το μικρό της στόχο και το δύσμοιρο το ψάρι έμεινε να πολεμάει στην 180άρα. Ξεκόλλησα από το σκαλί με τον σαργό να με ακολουθεί. Βγήκα χαλαρός στην επιφάνεια και άρχιζα να μαζεύω το όπλο. Ο γιατρός που παρόλο τις δηλώσεις του στη βάρκα όλη αυτήν την ώρα, δεν με είχε αφήσει από τα μάτια του αποφάσισε να κάνει αισθητή τη παρουσία του.
- Που το βάρεσες αυτό;
- Εδώ από κάτω...
του είπα ταπεινά, δείχνoντας το μπλε. Ο τόνος μου ήταν συγκρατημένος, γιατί γνώριζα πως είναι βαθιά και δεν ήθελα να φανώ ξιπασμένος, τουλάχιστον όχι σε πρώτο χρόνο.
- Εδώ ρε; Με δουλεύεις; Εδώ για να δεις σαργό πρέπει να περάσεις τα 30 μέτρα
- Του έδειξα την ένδειξη του ρολογιού με μία εσωτερική χαρά... 35.6 μέτρα 2 λεπτά και 5 δευτερόλεπτα. Ξαφνιάστηκε και μου απάντησε αφοπλιστικά
- Είσαι μ@λ@κας, πας εκεί κάτω και βαράς αυτό το σαργουδάκι;
Αυτή του η απόκριση με έκανε μετά βεβαιότητας να πιστέψω πως με θεώρησε τελείως χαζό. Παραδόξως όμως εκείνος με συμπάθησε και με ξαναπήρε στο ψάρεμα μαζί του. Για την ακρίβεια μου το πρότεινε από μόνος του κάμποσες μέρες μετά που τον συνάντησα και πάλι στον διάδρομο του νοσοκομείου.
- Θα πάμε ρε σήμερα ή σε κούρασε κανένα μωράκι;
Και το σκηνικό επαναλήφθηκε κάμποσες φορές κατά τη διάρκεια εκείνου του καλοκαιριού. Κάποιο αυγουστιάτικο μεσημέρι πλέον και ενώ ετοιμαζόμασταν με το σκάφος φουνταρισμένο στα υπήνεμα του Τσιγκανόκαστρου, σταματήσαμε να μιλάμε για γκόμενες και με συμβούλεψε με το περιπαικτικό του ύφος καθώς ξετύλιγε την ανέμη.
- Είσαι μ@λ@κας! Βουτάς ρε παιδάκι μου εκεί κάτω και βαράς ψάρια, αλλά δεν έχεις μάθει να ψαρεύεις. Είσαι ακόμη δύτης, όχι ψαράς. Εγώ αν ήμουν στη θέση σου θα έκανα τρίλεπτα - τετράλεπτα καρτέρια μέχρι τα δέκα μέτρα, χωρίς φακό και θα προσπαθούσα να πιάσω τις μεγάλες σάλπες.
Αυτό ήταν... Εκνευρίστηκα! Έκανα πως συμφωνώ κουνώντας συναινετικά το κεφάλι μου και έκρυψα την απογοήτευση μου σε μία βουβή προετοιμασία. Το κατάλαβε, αλλά δεν μίλησε παραπάνω. Μα ακούς εκεί Σάλπες! Τον εκτιμούσα ήδη πάρα πολύ και στο πίσω μέρος του μυαλού μου αν και δεν το παραδεχόμουν με τίποτα είχα αφήσει ένα περιθώριο δίκιου για την εκνευριστική συμβουλή του. Πέσαμε στο νερό και στη δεύτερη σκάλα εκείνης της μέρας έτσι για το στανιό έκανα ένα καρτέρι 46,5 μέτρα για μία πολύ μεγάλη στήρα που δεν ενέδωσε ποτέ. Ακούς εκεί στα ρηχά για σάλπες. Εγώ, που έκανα πενήντα σταθερά με τα πλαστικά... Μα σάλπες;
Μην κυνηγάς την υστεροφημία.
14 χρόνια μετά από εκείνο το καλοκαίρι που δέχθηκα την συμβουλή του γιατρού βρίσκομαι να ψαρεύω έναν κάβο στο ίδιο νησί. Ο γιατρός έχει να βουτήξει κανένα τριάρι χρόνια τώρα και εγώ δεν έχω περάσει τα 25 εδώ και κάμποσους μήνες. Όλα αυτά τα χρόνια από τότε μέχρι σήμερα μεσολάβησαν πολλά. Βούτηξα σε πάμπολλες θάλασσες, έζησα τόσα πολλά. Βίωσα μαγικά ταξίδια, αμφίρροπους αγώνες, έκανα φίλους και έχασα άλλους για πάντα. Δεν σταμάτησα όμως ποτέ να αγαπώ την θάλασσα και να προσπαθώ να καταλάβω λίγη κάθε φορά από την μαγεία της. Να δοκιμάζω να πάρω μετά από κάθε εξόρμηση κάποιο από τα μυστικά της στη πίσω στη στεριά για να τα μοιραστώ με τους ομοίους μου. Να εξηγήσω πως εγώ θέλω να βρίσκομαι απέναντι της. Πως να δείχνω την ευγνωμοσύνη και την αγάπη μου.
Τα κάδρα στο δωμάτιο με τους βαθύτες καιρό τώρα κατέβηκαν και σκονίζονται στην αποθήκη. Το ρολόι έμεινε για πάμπολλα καλοκαίρια χωρίς μπαταρία. Το όπλο κόντυνε, τα λάστιχα λιγόστευσαν και οι βουτιές στο άπειρο και ακόμη παραπέρα έγιναν όλο και σπανιότερη περίπτωση. Το μόνο που μεγάλωνε ήταν αυτή η βαθιά αγάπη για τη θάλασσα και τα πλάσματα της. Η αγάπη και ο σεβασμός για το μεγαλείο του υδάτινου στοιχείου.
14 χρόνια μετά με μπόλικα κιλά στη ζώνη και ένα 95άρι μονολάστιχο με μία βέργα πάχους 6.25 χιλιοστών, παίρνω την τελευταία ανάσα στην επιφάνεια και σπάω την μέση για ένα ακόμη ρηχό συρτό στο οικείο από παλιά υποβρύχιο τοπίο. Χρειάστηκε να αλλάξουν πολλά μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια και τα ρηχά που πλέον αρέσκομαι δεν είναι δεν είναι προϊόν ούτε τεμπελιάς ούτε έλλειψης χρόνου για προπόνηση στη πισίνα. Είναι καθαρά ζήτημα επιλογής. Μερικές φορές βλέπετε για να κάνεις ένα άλμα μπροστά χρειάζεται να κάνεις ένα βήμα προς σ’ αυτό που φαντάζει σαν «πίσω». Το δικό μου εξελικτικό μονοπάτι πέραν του σεβασμού για την θάλασσα που γιγαντώνεται μέρα με την μέρα, περιέχει και την αύξηση των αμιγώς αλιευτικών ικανοτήτων. Της ικανότητας μου να προσεγγίζω ψάρια στο ανοιχτό νερό και να τα σκοτώνω με μία καίρια βολή. Η ρηχή ζώνη για τον δικό μου κόσμο είναι η επιλογή που μειώνει τους κινδύνους, αυξάνει την απόλαυση και επιβάλλει πολλαπλασιασμό της αλιευτικής δεινότητας. Στο ξεκίνημα μου σαν δύτης δεν είχα μαθητεύσει σε αυτή τη ζώνη και αυτό φαινόταν...
Τουλάχιστον ήταν πασιφανές στα έμπειρα μάτια του γιατρού που διέκρινε τις ελλείψεις. Η σπουδή στα ρηχά μου επιτρέπει πλέον να είμαι αποτελεσματικότερος από ποτέ απέναντι από τα θηράματα που αρέσκομαι να κυνηγώ και να βγάζω ευκολότερα ψάρια στα ίδια νερά, δεκατέσσερα χρόνια μετά, ορισμένες φορές ακόμη και στο ένα τρίτο του βάθους. Καρτερεύω ήδη μισό λεπτό τώρα στο τέσσερα μέτρα και απολαμβάνω το κάθε ένα δευτερόλεπτο. Απολαμβάνω την ίδια την χαλάρωση της βουτιάς. «Ζυγίζοντας» την εικόνα του βυθού αποφασίζω να κινηθώ προς το άγνωστο που ξεδιπλώνεται στην εγκόλπωση πίσω από το βράχο μπροστά και δεξιά μου. Τραβάω το χέρι και γλιστράω. Το ανάλαφρο τουφέκι μου υπακούει με ελάχιστη δαπάνη έργου, σχεδόν χωρίς να παράγει θόρυβο. Τα πόδια μου ακινητούν. Για εκείνες τις στιγμές που σέρνομαι στο βυθό νιώθω ένα με την θάλασσα. Λιγότερο αδέξιος. Λιγότερο γήινος. Σαν κάτι που μοιάζει κάπως με αυτά που κυνηγάω... Φτάνω στο μονόπετρο και βγαίνω όσο πιο αθόρυβα μπορώ. Ένα κοπάδι τεράστιες σάλπες βοσκούν ατάραχες. Σημαδεύω.
«Θείε, να, με τι θα συνοδεύσεις απόψε το ουζάκι σου...» σκέφτομαι και κινώ τον δείκτη.
Δεν τρώγονται, αλλά...
Κατά την ταπεινή μου γνώμη οι σάλπες έχουν την χειρότερη γεύση από όλα τα πλάσματα της θάλασσας. Και ειλικρινά έχω καταλήξει σ’ αυτή τη άποψη, έχοντας πρώτα δοκιμάσει κάθε τρόπο παρασκευής, από φιλετάρισμα έως πλακί, πάντα με τα ψάρια να καθαρίζονται αμέσως, κυριολεκτικά στιγμές με το χτύπημα τους. Παράλληλα έχω ακούσει όλες αυτές τις ιστορίες για όλους εκείνους που τις μαγειρεύουν με φοβερούς τρόπους έτσι ώστε μετά το γεύμα σε αναγκάζουν να γλύφεις τα δάχτυλα σου και να απορείς για το τι, στ’ αλήθεια έφαγες. Τις έχω ακούσει όλες, μα ποτέ δεν έχω δει κάποια να συμβαίνει ενώπιον μου. Στην καλύτερη περίπτωση αυτό το κίτρινο-πράσινο ψάρι απλά τρώγεται ή ακόμη καλύτερα κάποιος στον περίγυρο το τρώει μία χαρά, βγάζοντας με από τον κόπο. Υπάρχουν βέβαια και αρκετή μερακλήδες, που τις αποζητούν διακαώς ή ακόμη χειρότερα τις συνδυάζουν με μπάμπιες. Ναι, ναι με μπάμιες..! Δοκίμασα μία φορά και ακόμη δεν είμαι σίγουρος πως να το περιγράψω. Θα το θέσω απλά... Είναι νοστιμότερο απ’ ότι φαίνεται. Και δεν φαίνεται καθόλου ελκυστικό. Τουλάχιστον όχι στα μάτια μου. Εξάλλου de gustibus et coloribus non est disputandum και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πάντα υπάρχει κάποιος θείος, φίλος, γνωστός που εν τέλει τιμά τις σάλπες δεόντως. Πλέον και αφού πρώτα έπεισα επιβεβαιωμένα τον εαυτό μου ότι μπορώ να τις βαρέσω με σχετική συχνότητα, δεν τις κυνηγώ. Τις αφήνω γενικά στην ησυχία τους, εκτός και αν πρέπει να τρατάρω κάποιον μερακλή ή αν πέσω μπροστά σε καμία τερατωδών διαστάσεων, που αποτελεί αυτομάτως πρόκληση.
Οι σάλπες άλλωστε είναι ψάρι που δεν χαίρει γενικά εκτίμησης ή αποδοχής. Για αυτό άλλωστε δεν πιάνουν τιμή, θεωρούνται από τα ευτελέστερα είδη στον πάγκο του ψαράδικου και αποτελεί σχεδόν αυτόματο εξευτελισμό αν κάποιος δικός μας «μανάβης» τις παρουσιάσει στη ψαριά που πρόκειται να πουλήσει. Εξού και είναι κάπως παράδοξο κάποιος ψαροκυνηγός να ασχολείται συστηματικά μαζί τους. Και κάπου εδώ αρχίζουν τα πολύ καλά του είδους... Οι σάλπες υπάρχουν σε τεράστιες ποσότητες κατανεμημένες σε κοπάδια κατά μήκος της ακτογραμμής κυριολεκτικά από την επιφάνεια μέχρι τα λίγα πρώτα μέτρα βάθους. Για την ακρίβεια όσο και αν στραγγίζω την μνήμη μου δεν θυμάμαι κομμάτι που να έχω κολυμπήσει και να μην έχω συναντήσει κοπάδια από δαύτες που με το που νιώσουν απειλή συστρατεύονται εν χορώ και σπεύδουν να χαθούν από το οπτικό μου πεδίο πανικόβλητες.
Όταν ήμουν πιτσιρίκος οι μεγαλύτεροι με έκραζαν όταν κοπάναγα καμία στα ενδιάμεσα των αψαριών και έτσι σύντομα σταμάτησα να τις υπολογίζω, επομένως και να τις εντοπίζω. Μέχρι τουλάχιστον να με βάλει και πάλι σε σκέψεις ο γιατρός... Τα κοπάδια όμως παρέμεναν εκεί και αυγάτιζαν σε πληθυσμό, γιατί κανένας επαγγελματίας πρακτικά δεν τις κυνηγά. Μέσα δε σε αυτά τα κοπάδια υπάρχουν κάποια άτομα που αγγίζουν ή και ξεπερνούν το κιλό, αποτελώντας θηράματα που εγείρουν τα αλιευτικά ένστικτα ακόμη και του πλέον έμπειρου κυνηγού. Παράλληλα πολλές από τις σάλπες που κολυμπούν στις ρηχοπατιές μετράνε κανονικότατα στους αγώνες αποφέροντας όσους πόντους φέρνει ένας σαργός ή ένας σηκιός ανάλογων διαστάσεων. Τα μεγάλα ψάρια όμως του κοπαδιού τρομάζουν πάρα πολύ εύκολα, και επηρεάζονται καθοριστικά από τις αντιδράσεις των μικρότερων που ζυγώνουν πρώτα. Όταν τα μικρά του κοπαδιού καβαλήσουν το όπλο και όπως είναι φυσικό τρομάξουν συμπαρασύρουν ακαριαία και τις μεγάλες. Αυτές λοιπόν οι πολύ μεγάλες είναι όντως αρκετά δύσκολη περίπτωση και το κυνήγι τους θέλει, ανάσα, τεχνική και πονηριά. Για αυτές άλλωστε μιλούσε τότε και ο γιατρός... Αλλά με τόσο άζωτο στα εγκεφαλικά κύτταρα και τόσο εγωισμό να θολώνει την όραση που να καταλάβω τι εννοούσε τότε ο άνθρωπος... Πόσο μάλλον πως η αφοσίωση μου στο ψάρεμα τους θα με ευεργετούσε γενικότερα.
Κυνήγα τα ψάρια.
Το κείμενο είναι καθόλα έκδηλο πως δεν απευθύνεται σε έμπειρους ψαροκυνηγούς, που έχουν αποκωδικοποιήσει τα μυστικά της ασχολίας μας και της ίδιας της θάλασσας. Απευθύνεται σε όλους αυτούς που ξεκινούν τώρα και πέφτουν στο νερό και κολυμπούν πέντε ώρες βλέποντας μόνο γύλους, καλόγριες, πέτρες και ψάρια να τρέχουν. Αυτούς που θέλουν έναν τρόπο να εξελιχθούν. Έναν μπούσουλα να μάθουν να κυνηγούν τα ψάρια σε συνετά βάθη. Οι ευτραφείς και άνοστες σάλπες τις ακτογραμμής είναι ο καλύτερος τους σύντροφός σε αυτά τα πρώτα τους βήματα. Αρκεί να αποφασίσουν να περάσουν λίγο χρόνο κυνηγώντας τες.
Το ψαροτούφεκο είναι ξεκάθαρα βιωματική υπόθεση. Με άλλα λόγια όσο θεωρητικό υπόβαθρο και να έχεις, όσο και να διαβάσεις και να δεις σε βίντεο άλλων, αν δεν το νιώσεις ιδίοις όμμασι, αν δεν βιώσεις τα υποβρύχια τεκταινόμενα και αν δεν μυηθείς με προσωπική θητεία στον τρόπο που αντιδρά και ζει ο βυθός και τα πλάσματα του, δεν θα καταλάβεις ποτέ τι στα αλήθεια συμβαίνει. Οφείλεις να τα εξηγήσεις με τους δικούς σου μηχανισμούς εξασφαλίζοντας ανάλογους προσωπικούς αυτοματισμούς. Υπάρχει άλλωστε και αυτή η μαγική στιγμή της συνειδητοποίησης που ακολουθεί την επιτυχημένη εκπόνηση μία τεχνικής και την σύλληψη ενός ψαριού, με την προϋπόθεση κάποιος να είναι έστω και στοιχειωδώς συνειδητός. Είναι πολύ χαρακτηριστικό όταν αυτό αυτό συμβαίνει και ενώ το ψάρι ακόμη σπαρταράει στην άκρη της βέργας μια φωτεινή επιγραφή ανάβει στο μυαλό σου που γράφει: «ωχ έτσι γίνεται». Και μετά η τεχνική που μόλις κατανόησες είναι πλέον κτήμα σου. Και δοκιμάζεις με σιγουριά και τα αποτελέσματα έρχονται, μέχρι που μία νέα πρόκληση προκύπτει και εσύ αυτόματα πρέπει να μάθεις κάτι νέο. Να συνυπολογίσεις, να παραμετροποιήσεις επί μέρους και να γυρίσεις και πάλι στο νερό έτσι ώστε την επόμενη φορά να είσαι περισσότερο προετοιμασμένος. Να μην πιαστείς ξανά αδιάβαστος ή τουλάχιστον να είσαι επαρκής μέχρι την επόμενη αξιοσημείωτη πρόκληση που ξεπερνά σε μέγεθος ότι είχες προσπελάσει μέχρι τότε. Και αυτό κρατά για πάντα. Όσο τουλάχιστον κάνεις ψαροτούφεκο και όσο διψάς να μαθαίνεις.
Επομένως όσο και να διαβάσεις για το σωστό έρμα, τη θέση του σώματος στο καρτέρι και την σημαντικότητα του ήχου και του φωτός, αν δεν βραχείς για να τα ανακαλύψεις μόνος σου, αν δεν τα κτίσεις στο δικό σου κώδικα με δοκιμή, σφάλμα και επανάληψη, δεν πρόκειται ποτέ μα ποτέ να τα κάνεις πραγματικά δική σου γνώση. Θα παραμένουν απλά ερεθείσματα. Όπως επιμένω να λέω η θάλασσα και οι νόρμες της έχουν την τάση να αποκαλύπτονται. Θέλει μόνο επιμονή και υπομονή. Είναι εξ’ άλλου κοινός τόπος πως το κυνήγι επιβάλλει σχεδόν εξ’ ορισμού μάτια και αυτιά ανοικτά για αποκωδικοποίηση των προσλαμβανόμενων δεδομένων και ξεσκαρτάρισμα των πληροφοριών. Καθώς υπάρχουν τυχαίες κινήσεις και φαινόμενα υποβρυχίως, ανάμεσα σε άλλα πολύ ζωτικής σημασίας που δεν είναι καθόλου μα καθόλου τυχαία. Φαινόμενα που διέπονται από αρχές. Αρχές που πρέπει να ξεχωρίσουμε και να εξηγήσουμε έστω σε μία ποσόστωση και ύστερα να κατανοήσουμε ή έστω κάπως να εκλογικεύσουμε.
Αν με ρώταγαν το καλοκαίρι που ψάρευα με τον γιατρό ποιο είναι τα γνώρισμα του καλού ψαρά, θα απάνταγα άπνοια, υδροβιότητα και γνώση τόπων. Σήμερα, κατά 14 ολόκληρα χρόνια περισσότερο έμπειρος θα έλεγα ορθά κοφτά, πως ο καλός ψαράς έχει ένα και μόνο γνώρισμα: ξέρει να μαθαίνει!
Και για αυτό ακριβώς τον λόγο είχε τόση αξία αυτή η τότε παραπομπή μου από τον γιατρό στα ρηχά και η στοχοποίηση της σαλπας, που εγώ τυφλωμένος από τ’ εγωιστικό πέπλο εξέλεβα τελείως λάθος. Ο άνθρωπος με έστειλε στα ρηχά για να μάθω να μαθαίνω. Όπως ο βετεράνος πιλότος θα έστελνε τον απόφοιτο πίσω στον προσομοιώτη. Εκεί, στα ρηχά, με την άνεση της περίσσιας για το μπόι μου άπνοιας θα ήμουν πιο διαυγής, θα ήμουν πιο χαλαρός. Μοιραία και σχεδόν νομοτελειακά κάποια στιγμή θα καταλάβαινα κάτι από όλα αυτά τα μαγικά που συμβαίνουν υποβρυχίως. Οι σάλπες θα ήταν τα θηράματα τεσταρίσματος και αν, ή έστω όταν, τα κατάφερνα απέναντί τους με μία σχετική συχνότητα θα ήμουν αυτόματα καλύτερος κυνηγός. Παράλληλα έχει τόσες πολλές από αυτές, επειδή ακριβώς κανείς δεν ασχολείται, που ακόμη και αν με τις μαθησιακές χαζομάρες μου έσκιζα και καμία, θα γινόταν αυτόματα ο βυθός λίγο πιο εύγευστος... Εννοώ, δεν θα γινόταν και καμία σοβαρή ζημιά! Βασικά και αναλογιζόμενος όλα αυτά καλύτερα σε δεύτερο πάντα χρόνο, αν τον άκουγα θα εξελισσόμουν ταχύτερα από ελεύθερος δύτης με ένα όπλο στο χέρι, σε πραγματικό ψαρά.
Απόλαυσε το ταξίδι.
Το υποβρύχιο κυνήγι όσο γερνάω ασκώντας το σχεδόν πάντα χομπίστικα, το αντιλαμβάνομαι σαν ένα μεγάλο ταξίδι. Ο προορισμός είναι απολύτως σχετικός και διαφέρει για καθένα από εμάς, αλλά όλοι, μοιραζόμαστε κάτι κοινό. Ποτέ δεν θα φτάσουμε κάπου συγκεκριμένα, μέχρι εμείς οι ίδιοι να πιστέψουμε ότι είναι πλέον αρκετά. Ο Σιδέρης όταν διάβαζε και εκείνος πιτσιρίκος για το Salvatori να ψαρεύει στα 38 μέτρα δεν φανταζόταν ποτέ ότι κάποια στιγμή σε αγώνα θα έφτανε να βαράει ψάρια κάτω από τα εξήντα. Και αυτό πάλι μπορεί να αποδειχθεί λίγο μπροστά στην επίδοση που θα χρειαστεί να κάνει του χρόνου... (Γιάννη ειλικρινά το απεύχομαι, αλλά πάλι ποτέ δεν ξέρεις!). Το ζητούμενο δεν είναι που θα φτάσεις, γιατί στη πράξη το υπ. κυνήγι είναι τόσο μεγάλο όσο η θάλασσα και εμείς τόσο μικροί, με τόσο σύντομες ζωές. Το ζητούμενο είναι το ίδιο το ταξίδι, ο τρόπος που θα περάσεις τις μέρες σου μέσα στο νερό και πως θα μπορέσεις να αποκωδικοποιήσεις την γνώση του φυσικού συνόλου που σε περιστοιχίζει κάθε φορά που καταδύεσαι. Επίσης το μέγιστο ζητούμενο είναι όπως προείπαμε, πότε για σένα είναι αρκετά...
Κατά την γνώμη του γιατρού αλλά και την δική μου πλέον, έστω και με μία σημαντική καθυστέρηση οφείλεις να ξεκινάς από χαμηλά και με τ’ ευτελή για του πολλούς θηράματα, με την ταπεινότητα του ανθρώπου που δεν γνωρίζει αλλά διψά να μάθει. Χαλάρωσε στη θέα των ρηχών και βούτα! Χάσου στη θάλασσα με βασικές προτεραιότητες την ασφάλεια να και την απόλαυση της κάθε στιγμή και μετά ξανά. Η επανάληψη είναι άλλωστε η μητέρα της μάθησης. Επέμεινε μέχρι να αρχίζεις να καταλαβαίνεις. Μέχρι τα δυσθεώρητα ψάρια του κοπαδιού να είναι πλέον πολύ απτά για εσένα και την τεχνική σου. Και ύστερα μετέθεσε τα ενδιαφέροντα σου λίγο παραπέρα, σε κάτι σίγουρα νοστιμότερο από τις γουρουνόσαλπες της ρηχοπατιάς και αφιερώσου. Μέχρι και ακόμη ένα κάστρο να πέσει και εσύ να έχεις ανάγκη για κάτι νέο. Ποτέ όμως να μην πάψεις να είσαι ειλικρινής με τις ανάγκες σου και πότε να μην σταματήσεις να σέβεσαι τη θάλασσα και τα πλάσματα της. Ο σεβασμός απέναντί τους είναι σεβασμός απέναντί στο υποβρύχιο κυνήγι και σε κάθε έναν από εμάς ξεχωριστά ξεκινώντας και καταλήγοντας στον εαυτό σου. Όταν ο χρόνος έλθει να φύγεις από εκεί που βρίσκεσαι θα το νιώσεις, θα το ξέρεις× όλα θα συνηγορούν με μία πρωτόγνωρη φυσικότητα. Δεν υπάρχει άλλωστε άλλος τρόπος, ποτέ δεν υπήρξε. Ποτέ δεν θα υπάρξει.
Το ταξίδι που ονομάζεται υποβρύχιο κυνήγι όπως όλα άλλωστε υποτάσσεται στην δύναμη της ιδέας. Αυτής της στοιχειώδης μονάδας που δρα μέσα μας σαν υιός που καταστέλλει τις πνευματικές λειτουργίες μας, στοιχειώνει τα όνειρα μας και μας συντάσσει με τις επιταγές της. Το ξέρω είναι δύσκολο στις μέρες μας για ένα νέο παιδί να αντλήσει έμπνευση από τις σάλπες του αφρού, ενώ βομβαρδίζεται από τα επικά βίντεο με τις «παντόφλες», τα πολυλάστιχα και τις υπερωρίες πάνω από τα σόναρ. Είναι δύσκολο να αγνοήσει του ροφούς και τις σφυρίδες και να ασχοληθεί με κάτι ασχημόψαρα που δεν είναι τρόπαια και σε κάθε ντουφεκιά γεμίζουν την θάλασσα με έντερα. Όμως πιστεύω ολόψυχα και με κάθε μου κύτταρο πως για το χομπίστικο υποβρύχιο ψάρεμα, το κυνήγι της σάλπας στα πρώτα βήματα της καριέρας μας είναι ο συντομότερος δρόμος προόδου. «Σπουδάζεις» χαλαρός στα ρηχά με ασφάλεια, μαθαίνεις να κυνηγάς χωρίς τον πολλαπλασιαστή ισχύος που είναι ο - σύμφωνα αδικαιολόγητα- παράνομος φακός ενώ ταυτόχρονα εξελίσσεις και τις μαγειρικές σου ικανότητες προσπαθώντας ομολογουμένως μάταια να βγάλεις νοστιμιά από την σάρκα της. Μετά από λίγο καιρό έχεις μάθει να κυνηγάς με τον δικό σου αποτελεσματικό τρόπο, εκπονώντας τις τεχνικές με το στιλ σου, στα σημεία που εξορμείς με επιτυχία. Επιτυχία έκδηλη, τόσο στη ψαροβελόνα σου όσο και στα συναισθήματα που κουβαλάς καθώς επιστρέφεις γεμάτος ικανοποίηση και εικόνες στο σπίτι. Και αυτό το τελευταίο είναι και το απόλυτο ζητούμενο. Εν τω μεταξύ με όλο αυτό το τσαλαβούτι δεν υπάρχει περίπτωση να μην έχεις κτυπήσει και κάμποσα άλλα λαχταριστά ψάρια και το κυριότερο θα έχεις καταλάβει απόλυτα τους μηχανισμούς προσέγγισης των θηραμάτων στο ανοιχτό νερό και θα είσαι ένας πραγματικός ψαράς, γλυτώνοντας 14 ολόκληρα χρόνια. Αν το σκέφτεσαι ήδη, απλά ενέδωσε.
Συμβουλές για την προετοιμασία της Σάλπας
- Μαζί με την σάλπα, πιάσε ένα μεγάλο βότσαλο. Σε νερό που βράζει ρήξε τη σάλπα, το βότσαλο, αλάτι, πιπέρι και ελαιόλαδο. Μετά από δέκα λεπτά βγάλε τη σάλπα, πέτα την στα σκουπίδια και φάε το βότσαλο...
- Αντάλλαξε τη σάλπα, ως φρέσκο ψάρι με κάποιον αδαή για λουκάνικα ή πανσέτες. Φρόντισε να μην του ξαναμιλήσεις...
- Καθάρισε την αμέσως μετά τη σύλληψη, αφαιρώντας όλα τα εντόσθια και τη μαύρη μεβράνη. Κατέψυξε την με θαλασσινό νερό. Απόψυξέ την και κάντην πλακί. Παράγγειλε σουβλάκια για να είσαι σίγουρος...
Συμβουλές για την προσέγγιση της Σάλπας
- Φόρα αρκετά κιλά και κάνε καρτέρια εναλλάξ με το ζευγάρι σου κρατώντας μία λογική απόσταση.
- Επίλεξε ένα 90αρι συμβατικό με βιδωτά λάστιχα και βέργα 6 ή 6.25 χιλιοστών. Αν είναι δίφτερη ακόμη καλύτερα για να γαντζώνει στα άντερα...
- Ψάρεψε με τον ήλιο στη πλάτη, νωρίς το πρωί. Προτίμησε άγρια ακτογραμμή με εγκολπώσεις.
- Προσπάθησε τα ψάρια να τα παίρνεις στο καρτέρι ή στο συρτό. Να θυμάσε πως το θέμα δεν είναι μόνο να τα πιάσουμε, αλλά το κυριότερο να γίνουμε καλύτεροι ψαράδες.
Σάλπα αντί LSD. Βλέπω κύκλους...
Σύμφωνα με αναφορές η σάλπα (sarpa salpa) καταναλώθηκε ως ψυχαγωγικό ναρκωτικό κατά την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το ψάρι έγινε ευρέως γνωστό για την ψυχοτρόπο δράση του μετά από ευρέως δημοσιευμένα άρθρα το 2006, όταν δύο άνδρες έφαγαν από αυτό σε ένα μεσογειακό εστιατόριο και είχαν πολλές ακουστικές και οπτικές παραισθήσεις. Αυτές οι παραισθήσεις, που περιγράφησαν ως τρομακτικές, αναφέρθηκε ότι είχαν συμβεί κάποια λεπτά αφότου το ψάρι είχε καταποθεί και οι επιδράσεις είχαν συνολική διάρκεια 36 ωρών. Στην πραγματικότητα σερβίρεται αρκετές φορές σε ψαροταβέρνες στις ακτές της Μεσογείου. Η πιθανότερη αιτία είναι ότι το ψάρι έχει φάει κάποια είδη μακροφυκών (ίσως το Caulerpa prolifera της Μεσογείου ή η συνηθέστερη ποσειδωνία) ή φυτοπλαγκτού, οι τοξίνες των οποίων το καθιστούν παραισθησιογόνο.