Η μεσογειακή κολοχτύπα (Scyllarides latus), ανήκει στο υπόφυλο των καρκινοειδών και σύμφωνα με την ισχύουσα ελληνική νομοθεσία απαγορεύεται η αλίευση της από ερασιτέχνες αλιείς. Τα τελευταία χρόνια η υπεραλίευση του είδους, ειδικότερα κατά τις περιόδους αναπαραγωγής (Ιούνιο έως Αύγουστο) έχει οδηγήσει σε σημαντική μείωση των πληθυσμών του είδους στη Μεσόγειο. Παγκοσμίως έχουν καταγραφεί επιπλέον δεκαπέντε (15) διαφορετικά είδη κολοχτύπας στον Ατλαντικό και Ινδικό Ωκεανό. Και τα δεκαέξι (16) καταγεγραμμένα είδη είναι βρώσιμα.
Κύριο και πασίγνωστο χαρακτηριστικό της (εξ’ ου και η ιδιαίτερη, αλλά εύστοχη ονομασία της) είναι η ικανότητά της να «χτυπά» δυνατά και γρήγορα την ουρά της κολυμπώντας μακριά από οποιαδήποτε απειλή. Πολλοί λάτρεις της θαλάσσιας γαστρονομίας, συμπεριλαμβανομένου και εμένα, θεωρούν την κολοχτύπα γευστικά ανώτερη του συγγενή της αστακού, ενώ ποικίλες είναι και οι ονομασίες της ανά την Ελλάδα. Αστακοκαραβίδα, κατσαρίδα, κουκουβάγια και ψευτοκαραβίδα είναι μόνο μερικές από αυτές που μπορώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου, μέσα από πολύωρες, καφενειακές και μη, συζητήσεις με ψαροκυνηγούς.
Το άρθρο αυτό, ομολογώ πως δεν γράφτηκε για να εγκωμιάσει τα μακαρόνια linguini,την κόκκινη σάλτσα και την γλυκιά γεύση που αφήνει το ούζο στους γευστικούς μας κάλυκες. Πόσοι από εμάς πραγματικά γνωρίζουμε την προσφορά του συγκεκριμένου καρκινοειδούς στην ισορροπία ενός ψαρότοπου; Συνδέεται η παρουσία μεγάλων πληθυσμών κολοχτύπας με την επιστροφή μαυρόψαρων σε τόπους που θεωρούμε «νεκρούς» εδώ και χρόνια; Μπορούν οι πληθυσμοί της μεσογειακής κολοχτύπας να ανακάμψουν με την κατάλληλη προστασία;
Η θέση της κολοχτύπας στην τροφική αλυσίδα και στο οικοσύστημα:
Ως θηρευτής.
Οι διατροφικές προτιμήσεις των ενήλικων του είδους περιορίζονται σε σαρκώδη τροφή, δηλαδή μικρά δίθυρα, όπως τα κτένια και τα μύδια, αχινούς, μικρότερα καρκινοειδή όπως οι γαρίδες, σφουγγάρια, γαστερόποδα, μικρά ψάρια και φύκια ενώ σπανιότερα έχουν καταγραφεί περιπτώσεις τροφοληψίας από νεκρά ψάρια ή άλλους ευμάσητους νεκρούς θαλάσσιους οργανισμούς. Κατά το άνοιγμα του κελύφους των δίθυρων η κολοχτύπα χρησιμοποιεί τα μυτερά και αρκετά δυνατά μπροστινά πόδια της. Μπορούμε εύκολα λοιπόν να συμπεράνουμε ότι η κολοχτύπα όχι μόνο λειτουργεί ως «καθαριστής» του περιβάλλοντος που ζει αφαιρώντας από αυτό νεκρά ζώα, αλλά και εμποδίζει την εξάπλωση ασθενειών από τα κουφάρια προς τους ζωντανούς οργανισμούς.
Ως θήραμα.
Κύριος εχθρός της μεσογειακής κολοχτύπας είναι ο ροφός (spp.epinephelus marginatus), διότι και τα δύο είδη ζουν στο ίδιο περιβάλλον (δηλαδή του πετρώδεις βυθούς με εσοχές, σπηλιές και χαράκια), ενώ παρουσιάζουν και ίδιες αναπαραγωγικές συνήθειες, πράγμα το οποίο σε συνδυασμό με τις μεγαλύτερες θερμοκρασίες, τα οδηγεί σε αναζήτηση καταφυγίου σε πιο ρηχά νερά το καλοκαίρι. Σε μικρότερο βαθμό φυσικοί εχθροί της κολοχτύπας είναι και τα υπόλοιπα ψάρια της οικογένειας των Επινέφελων (epinephelus), δηλαδή η στήρα (spp. epinephelus costae) και η σφυρίδα (spp. epinephelus aeneus). Η παρουσία καρκινοειδών και συγκεκριμένα της κολοχτύπας, στο θαλάσσιο οικοσύστημα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως παράγοντας επιστροφής μαυρόψαρων σε νεκρούς τόπους, αφού πρόκειται για ψάρια τα οποία αλλάζουν τόπο κατοικίας σύμφωνα με τις χωρικές και διατροφικές τους ανάγκες. Φυσικός εχθρός της κολοχτύπας είναι επίσης το χταπόδι, που χρησιμοποιεί τη δύναμη του δοντιού του για να σπάει το κέλυφος της. Τέλος ο γύλος (spp. coris julis), τρέφεται με νεαρά άτομα του είδους λόγω του μικρού μεγέθους του.
Ανάκαμψη των πληθυσμών της κολοχτύπας.
Οι πληθυσμοί της κολοχτύπας στη Μεσόγειο παρουσιάζουν εκθετική μείωση την τελευταία δεκαετία λόγω της υπεραλίευσης και της κλιματικής αλλαγής, σε σημείο που το ψάρεμα του είδους έχει χαρακτηριστεί μη βιώσιμο σε παγκόσμιο επίπεδο και για τα δεκαέξι είδη. Η προστασία του είδους δεν έγκειται μόνο στην κρίση του ερασιτέχνη ψαρά, αλλά είναι απαραίτητη και η δημιουργία θαλασσίων πάρκων και ζωνών στις οποίες η κολοχτύπα θα μπορεί να ζει και να αναπαράγεται εφησυχασμένα.
Η απαγόρευση της αλιείας, μόνο των θηλυκών, στη Βορειοανατολική Ισπανία επέφερε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από τα αναμενόμενα. Συγκεκριμένα υπήρξε μεγάλη μείωση στους πληθυσμούς των αρσενικών (από την αλίευσή τους) που συνοδεύθηκε με αύξηση στον πληθυσμό των θηλυκών, τα οποία μολονότι βρισκόταν στην αναπαραγωγική τους περίοδο, δεν μπόρεσαν να αναπαραχθούν λόγω της έλλειψης των αρσενικών.
Στα Βορειοδυτικά των νήσων της Χαβάης, παρά τη μακροχρόνια προστασία του είδους Scyllarides squammosus (είδος συγγενικό της μεσογειακής κολοχτύπας), οι πληθυσμοί δεν μπόρεσαν να ανακάμψουν, καθιστώντας το απειλούμενο με εξαφάνιση. Παράγοντες οι οποίοι οδήγησαν σε αυτή την αποτυχία είναι η αύξηση της θερμοκρασίας των υδάτων και η εκτεταμένη καταστροφή των κοραλλιογενών υφάλων, που είναι ο κύριος υδροβιότοπος του συγκεκριμένου είδους.
Αντιθέτως με τις δύο προηγούμενες περιπτώσεις, ενθαρρυντικά αποτελέσματα υπήρξαν στην προστατευόμενη ζώνη, στη Μεσόγειο, βόρεια του Ισραήλ, όπου οι αριθμοί της μεσογειακής κολοχτύπας αυξήθηκαν τόσο στα αρσενικά του είδους, όσο και στα θηλυκά.
Συμπερασματικά λοιπόν, ως ερασιτέχνες ψαράδες λόγω του σεβασμού που τρέφουμε στα πλάσματα του θαλάσσιου κόσμου, θα πρέπει εμείς οι ίδιοι να απαιτήσουμε την προστασία όχι μόνο του συγκεκριμένου είδους, αλλά και όσων ειδών απειλούνται με εξαφάνιση. Η θάλασσα είναι η κληρονομιά μας ως λαός και στα παιδιά μας δεν αξίζει να παραδοθεί ρημαγμένη.
Καταλήγω πλέον να πιστεύω, ότι καλός ψαροτουφεκάς δεν είναι μόνο αυτός που γυρίζει σπίτι του, αλλά και αυτός που σέβεται και φροντίζει να ενημερώνεται.