Υπήρχε μια μεγάλη, τεράστια θα έλεγα σπηλιά, όπου στο βάθος της οι ροφοί ήταν ο ένας δίπλα στον άλλον σαν σαρδέλες σε κονσέρβα. Εκείνη την εποχή δεν είχαμε φακούς ούτε πολύ δυνατά όπλα. Τους βλέπαμε να μπαίνουν στο μεγάλο άνοιγμα ο ένας μετά τον άλλον σίγουροι για το θαλάμι τους, χωρίς εμείς να μπορούμε να κάνουμε τίποτα.
Έτσι επινόησα τον παρακάτω τρόπο για να τους πιάσουμε. Κατεβαίνω πρώτος εγώ με το όπλο. Ακολουθούσε ένας δεύτερος κυνηγός και μετά από λίγο ένας τρίτος. Έμπαινα μέσα στη σπηλιά και ο δεύτερος έπιανε τα πόδια μου από τα πτερύγια.
Προχωρούσαμε μαζί βαθύτερα στην σπηλιά - το φως από το μεγάλο άνοιγμα ήταν αρκετό - και ο τρίτος έπιανε τα πτερύγια του δεύτερου. Έριχνα προσεκτικά μιας και έπρεπε με την πεντάαινα να σκοτώσω αμέσως ψάρια 15 έως 20 kg το καθένα και έκανα με τα πόδια μου μία χαρακτηριστική κίνηση - σημάδι για τον δεύτερο και αυτός το ίδιο για τον τρίτο. Ο τελευταίος τραβούσε τον δεύτερο και αυτός εμένα.
Αυτό γινόταν γιατί όσο πήγαινε η τρύπα στένευε, χωρίς να αφήνει περιθώρια ελιγμών γι’αυτόν που είχε χωθεί μέσα-μέσα και για να μην θολώσει με άτσαλες κίνησης. Έτσι βγάλαμε εκείνη τη μέρα πολλά και μεγάλα ψάρια από το ίδιο θαλάμι.
Κατηγορία | ΙΣΤΟΡΙΑ - ΑΡΧΕΙΟ |