Η πραγματικότητα
Η μητέρα του Σταύρου μας είχε όλα τα καλούδια και το πρωινό κόντεψε να γίνει μεσημεριανό, ενώ κοίταγα με απορία τον τελευταίο να καταβροχθίζει στις εφτά το πρωί μετά από ολονύκτιο ταξίδι κάτι μεταξύ χωριάτικου λουκάνικου και γαρδούμπας. Το κατάλαβε και απολογήθηκε σαν μικρό παιδί ότι είχε ένα ολόκληρο χρόνο για να τα γευτεί. Βγήκα στην μικρή βεραντούλα και ακριβώς στις εφτάμιση, ούτε ένα λεπτό παραπάνω ή παρακάτω φάνηκε το κόκκινο αυτοκίνητο - κλούβα και πίσω από το τζάμι η φιγούρα του Μανώλη. Τον αναγνώρισα αμέσως. Θα τον αναγνώριζα παντού, τόσο επίμονα που είχα μελετήσει τις φωτογραφίες του, προσπαθώντας από τις γραμμές του προσώπου να μαντέψω ή να καταλάβω κάτι περισσότερο για αυτόν.
Το πρώτο που με κέρδισε ήταν το χαμόγελό του. Φυσικό, αβίαστο σχεδόν παιδικό ερχόταν σε αντίθεση με το γερασμένο πρόσωπο, να δείχνει καλοσύνη και αγάπη. Κοίταξα δηλαδή γράμμωση του σχεδόν γυμνού κορμιού του. Μια γράμμωση που θα έκανε γυμνασμένο εικοσάχρονο να ζηλέψει. Χωρίς ίχνος λίπους, λεπτός, ψηλός, σχεδόν ισχνός, γεμάτος μύες και νεύρα. Του έδωσα το χέρι και προσπάθησα να ανταποδώσω το δυνατό χαιρετισμό του.
Εκείνη την ώρα βγήκε ο Σταύρος, αγκαλιάστηκε με το Μανώλη και αμέσως φορτώσαμε τα πράγματα, ενώ ο πρώτος έτρεχε να μας προλάβει με ακόμα ένα περίεργο λουκάνικο στα χέρια. Γέμισε το αυτοκίνητο γέλια καθώς κατευθυνόμασταν ανατολικά. Φτάσαμε μετά από ώρα σε μία απόμερη παραλία, ενώ 2-3 μίλια ανοικτά κάποια καΐκια ταξίδευαν.
Θα φτάσουμε μέχρι εκεί γι’αυτό κοίτα να είσαι κοντά μας ακούστηκε η φωνή του Σταύρου και εγώ κρυφογέλασα. Σίγουρα αστειεύεται σκέφτηκα και άρχισα να ντύνομαι…
Κοίταξα προσεκτικά τον εξοπλισμό του Μανώλη. Ήταν όπως ακριβώς είχα ακούσει. Ο μόνος νεωτερισμό ήταν ο φακός του, που είχε αντικατασταθεί από ένα μικρό σύγχρονο δυνατό φανάρι και η σχισμένη στολή με μία καινούργια. Σήκωσα τα κιλά της ζώνης του. Καλοκαίρι με 7 κιλά για να ισορροπήσει τα 5,5 χιλιοστά νεοπρέν με μία αυτοσχέδια, πολύ καλά φτιαγμένη από σαμπρέλα ελαστική ζώνη, με έκαναν να κουνήσω το κεφάλι μου. Αυτός με τη σειρά του σήκωσε τα κάρμπον πέδιλά μου. Του είπα ότι μπορεί να τα δοκιμάσει, όμως αρνήθηκε ευγενικά.
Τα δικά μου με βολεύουν καλύτερα, μπορώ να κολυμπώ πιο άνετα στο ρεύμα και να χώνομαι πιο εύκολα στις τρύπες είπε, χωρίς όμως να κατηγορήσει τα δικά μου και να τα κρίνει ακατάλληλα.
Πήρε μαζί του μια απλή στρογγυλή μεγάλη σημαδούρα – καλαδούρι που φαντάζει απλοϊκή, όμως η αντίστασή της στο νερό ήταν ελάχιστη. Κρέμασε το αγαπημένο του όπλο, ένα 90άρι με μια γερά οξυγονοκολλημένη πεντάαινα με μικρές και μεγάλες αιχμές. Στα χέρια του κρατούσε ένα άλλο 50άρι με χοντρή βέργα και βιδωτή δελφινιέρα και ένα αυτοσχέδιο γάντζο μήκους ενάμιση περίπου μέτρου, δεμένο με σκοινί στην σημαδούρα.
Όπλο και γάντζο τον κρατούσε με ένα δικό του τρόπο χωρίς να τον κουράζουν, τοποθετώντας υδροδυναμικά τα χέρια του μέσα στο κορμί του. Όταν ήθελε να βουτήξει αφήνει τον γάντζο που έπαιζε το ρόλο μικρού βαριδιού. Ο δε γάντζος ένα ολόκληρο κεφάλαιο από μόνος του με μικρό άνοιγμα, ώστε να μπαίνει σε σχισμές με ειδική υποδοχή στο πίσω μέρος για γερό κράτημα και μελετημένο άγκιστρο με 45 μοίρες γωνία, για να αρπάζει γερά και αμέσως τα ψάρια.
Κολύμπησα για λίγο μαζί του. Είχε ένα σταθερό ρυθμό που φάνταζε αργός για μένα με τα μαλάκα πανάκριβα πέδιλά μου να τον ακολουθώ εύκολα. Ο Σταύρος με είχε προειδοποιήσει να μη σταθώ και να μη βουτήξω σε κανένα μονόπετρο. Μη χάσεις από τα μάτια σου το Φωτιάδη και να είσαι συνέχεια στα απόνερά του.
Υπερβολές σκέφτηκα και βούτηξα σε ένα όμορφο - άδειο μονόπετρο. Όταν αναδύθηκα ο Μανώλης ήταν 20 μέτρα μπροστά μου και ο Σταύρος αρκετά μακρύτερα αριστερά μου. Δυνάμωσα το ρυθμό μου για να τον προλάβω. Μετά από 3 – 4 λεπτά βγάζοντας το κεφάλι έξω, διαπίστωσα ότι ο Μανώλης ήταν 40 μέτρα μακριά μου, ακολουθώντας τους δικούς του κρυφούς δρόμους.
Τώρα έφτασα μετά από 5-6 λεπτά σχεδόν λαχανιασμένος, ενώ τίποτα δεν έχει αλλάξει στο δικό του ρυθμό. Τίποτα δεν είναι τυχαίο, σκέφτηκα και από τότε φρόντισα να είμαι πάντα πίσω και δεξιά του.
Βούτηξε με τον ίδιο ρυθμό, χωρίς να δείχνει ότι εξισώνει, σε ένα βάθος γύρω στα 20 μέτρα, χώθηκε ολόκληρος μέσα σε μία στενή σχισμή με κινήσεις που θύμιζαν χέλι, έμεινε εκεί αρκετά δευτερόλεπτα, βγήκε και άρχισε να ανεβαίνει.
Παναγιά μου σκέφτηκα με το ρυθμό αυτό και με τα πέδιλα του μάλλον δεν θα τα καταφέρει να φτάσει στην επιφάνεια. Βάθος που εγώ θα ανέβαινα με 10-12 πεδιλιές, αυτός ανέβηκε με 30 και με το σταθερό, γνώριμο, αργό φαινομενικά ρυθμό του. Στην επιφάνεια άνετος έδιωξε το νερό από το μόλις ενάμιση χιλιοστό, - υπερβολικά λεπτό - αναπνευστήρα του και απτόητος συνέχισε.
Συνέχισα και εγώ μαζί του. Μετά από διαδοχικές εναλλαγές άμμου, φυκιάδας και βράχου βρήκαμε ένα φανταστικό κομμάτι γεμάτο μελανούρια και άλλα μικρόψαρα. Ένας τετράκιλος ροφός τίμησε το Σταύρο, ενώ ο Μανώλης γκρίνιαζε ότι τα νερά δεν ήταν καθαρά. Συνηθισμένος από τα τελευταία ψαρέματά μου σε Σαρωνικό και Κορινθιακό, αναρωτιόμουν εάν τα 15 – 20 μέτρα ορατότητα δεν ήταν καθαρά, τότε ποιά ήταν;
Αυτά που έχουν το λιγότερο 30 μέτρα ορατότητα απάντησε ο Μανώλης και συνέχισε. Δεν δεν έψαχνε παρά μόνο σε γνώριμές του τρύπες και βασιζόταν στις μεγάλες πορείες για να βρίσκει τα ψάρια απ’ έξω. Η πρεσβυωπία που τον βασάνιζε τα τελευταία χρόνια, τον εμπόδιζε σημαντικά να βλέπει ακίνητα ψάρια.
Ένας πολύ μεγάλος σηκιός δέχτηκε το πλήγμα της πεντάαινας στη βάση του κεφαλιού. Μέτρησα το βάθος ήταν 24 μέτρα ακριβώς, ενώ ο Μανώλης έκανε εκείνη τη μέρα και βαθύτερες βουτιές. Το δυνατό ρεύμα και ο δυνατός βόρειος άνεμος που κατέβαινε με μανία από τα βουνά με έκανε να βγάλω το κεφάλι έξω. Η στεριά φαινόταν πολύ μακρινή και σίγουρα είχαμε ξεπεράσει τα τρία ναυτικά μίλια από την ακτή. Όταν μετά από πέντε περίπου ώρες συνεχούς κολύμβησης βγήκαμε έξω, ήθελα να κλάψω. Τα πόδια μου πονούσαν και οι αρθρώσεις μου έκαιγαν. Ο Μανώλης με τον ίδιο πάντα γνώριμο ρυθμό του, δεν δείχνει το παραμικρό σημάδι κόπωσης. Θα μπορούσε σίγουρα να συνεχίσει για άλλες τόσες ώρες. Ήμουν σχεδόν 40 χρονών και κολυμπούσα ήδη 25 χρόνια και αυτός 65 και κολυμπούσε 40 χρόνια. Ζήλεψα και ευχήθηκα στα χρόνια του να μπορώ να κάνω τα μισά απ’ όσα κάνει εκείνος.
Βγαίνοντας έξω το χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στα χείλη του. Εμείς λίγο απογοητευμένοι από την ανυπαρξία ψαριών, παρά το φοβερό του βυθού. Τα τελευταία δύο χρόνια είναι έτσι και φέτος θα έλεγα χειρότερα μου είπε. Μέχρι πριν τρία χρόνια ο Ιούλιος ήταν ο καλύτερος μήνας μου. Όσα ψάρια έβγαζα όλο το χρόνο, αλλά τόσα έβγαζα αυτό το μήνα. Καθημερινά εφτά έως οκτώ μεγάλα ψάρια. Όμως φέτος το κακό παράγινε. Ίσως μπουν ψάρια αργότερα τον Αύγουστο, εάν τα νερά καθαρίσουν και άλλο. Έβγαζε το ψωμί του από τα ψάρια, μα δεν έδειχνε να στεναχωριέται καθόλου. Έτσι είναι η θάλασσα αρκέστηκε να πει και άρχισε να μαζεύει τα πράγματά του. Τώρα θα ακολουθούσε το ψάρεμα νούμερο δύο, δηλαδή μερικές παγωμένες μπύρες σε γειτονικό καφενείο. Εκεί πρόσεξα τις ουλές στα μπράτσα του. Τον ρώτησα…
Είναι από το σκοινί της βέργας καθώς τραβώ τα ψάρια να ξεβραχώσουν ή για να βγει η πεντάαινα από το κεφάλι τους μου απαντήσει. Σκέφτηκα την δύναμη που ασκούσε για να γίνουν τέτοια σημάδια πάνω από την στολή. Με άφησε να ψηλαφήσω και το σημάδι που είχε γίνει μόνιμο στο μέτωπό του από την καθημερινή χρήση της μάσκας και να μείνω άναυδος πιάνοντας το σκαμμένο κρανίο.
Είχα πει στα 55 ότι θα σταματήσω, μόνο όταν έφτασα σ΄αυτή την ηλικία είδα ότι ψάρευα καλύτερα απ’ ό,τι στα 45. Έκανα ακριβώς τις κινήσεις που χρειάζονταν, χωρίς τίποτα περιττό.
Στις μέρες που ακολούθησαν συνέχισε να ανεβαίνει ο θαυμασμός και η εκτίμησή μου προς το άτομό του. Κάθε βουτιά μαζί του ήταν μία εμπειρία. Τα λόγια του καταστάλαγμα μακρόχρονης πείρας, με έκαναν να αναθεωρήσω πολλά πράγματα. Ιστορίες που λεγόντουσαν κατά τη διάρκεια του ψαρέματος νούμερο δύο απαλλαγμένες από κάθε είδους υπερβολή, έβγαιναν με μία μοναδική απλότητα απ’ το στόμα του Μανώλη και θα μπορούσαν να γεμίσουν ολόκληρο βιβλίο. Εγώ το μόνο που είχα να κάνω ήταν να ακούω για τότε που φόρτωσε τη μοτοσικλέτα με τους 12 δεκαπεντάκιλους ροφούς, ακολουθώντας χειμώνα, ένα φοβερά δύσκολο δρόμο για να φτάσει τελικά στην Ιεράπετρα. Όσοι από αυτούς σέρνονταν κατέληξαν χωρίς ουρές και όσοι ακούμπαγαν στην εξάτμιση μισοψημένοι. Για τότε που του έκλεισε την έξοδο ένας μεγάλος ροφός κι έμεινε στο σκοτάδι της σπηλιάς, για τότε που έβγαζε τον πνιγμένο, για τότε που χτύπησε το 70 κιλά μαγιάτικο ή τις χίλιαδες συναγρίδες που του έκρυβαν με την ράχη τους την εικόνα του βυθού.
Για την ημέρα που γέμισε ένα δωδεκάμετρο καΐκι ροφούς.
Για τότε που κινδύνεψε να μείνει για πάντα κάτω αγκαλιά με ένα ψάρι.
Άκουγα, άκουγα και καταλάβαινα ξανά πως τίποτα δεν είναι τυχαίο. Κανένας μύθος δεν δημιουργείται ξαφνικά, αλλά φτιάχνεται μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, για 40 ολόκληρα χρόνια. Μα πάνω απ’ όλα, βρήκα ένα φοβερά ενδιαφέροντα άνθρωπο, πανέξυπνο, ενημερωμένο σε πολλαπλά επίπεδα, με τον οποίον μπορούσες να συζητήσεις τα πάντα και όχι μόνο για ψάρια και ψαρέματα. Έναν άνθρωπο που πραγματικά αγαπούσε τη φύση, αντικαταναλωτικό που σεβόταν όσο κι αν αυτό φαίνεται οξύμωρο τη θάλασσα και τα ψάρια, μακριά από οικονομικές υπερβολές και ψεύτικες κινήσεις, λόγια εντυπωσιασμού σε μία σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία που διψάει για ατομική προβολή. Έναν άνθρωπο που δεν διστάζει να παραδεχτεί τα λάθη του. Λάθη που φάνταζαν σωστά και αποτελούσαν ζητούμενο μιας άλλης εποχής.
Ποτέ δε χτύπησα μικρά ψάρια, άφησα σπανία κάτω βραχωμένος ροφούς και όταν έγινε αυτό, μια θλίψη κυριαρχούσε μέσα μου για μέρες, ενώ το νυχτερινό δεν το δοκίμασα ποτέ, παρά το εύκολο κέρδος. Πάντα σεβάστηκα την θάλασσα που μου έδινε ψωμί, ποτέ δεν “τελείωσα” ένα τόπο και πάντα τον άφηνα να ανασαίνει για να ξαναγεμίσει.
Μερικές φορές έπιασε μεγάλα ψάρια με τα χέρια του ή τραβώντας τα για ώρα πάλι με τα χέρια τα έκανε να σκάσουν, όπως έλεγε και ο ίδιος.
Επέμεινα για την ώρα που κρατούσε την αναπνοή του και του θύμισα την ιστορία με το καλέμι και το βραχωμένο ροφό. Με διόρθωσε με ειλικρίνεια. Το βάθος ήταν μόνο 8-9 οργιές λες και αυτό είναι λίγο. Αναγκαζόταν να εισχωρήσει σε μία πολύ μεγάλη τρύπα και από κει να δουλεύει με καλέμι και βαριοπούλα στο άνοιγμα μίας μικρότερης. Κάποιος βαρκάρης το ρώτησε στο τέλος αφού έβγαλε το ψάρι, εάν ήξερε πόση ώρα κάθε φορά κρατούσε την αναπνοή του. Ο Μανώλης δήλωσε άγνοια γι’ αυτό και αυτός του είπε για χρόνους 3,30 έως 3,40 λεπτά συνεχώς σε όλες τις βουτιές του. Ο Μανώλης του ανταπάντησε πως έκανε σίγουρα λάθος και ότι δεν μπορεί να κρατά τόση ώρα την αναπνοή του σπάζοντας βράχια, μα εκείνος επέμενε. Ο ίδιος δεν μέτρησε ποτέ τις βουτιές του, ούτε το βάθος, ούτε τη διάρκεια, αντίθετα τρελαίνεται όταν ακούει ανθρώπους να υπερηφανεύονται ότι χτυπούν σε μεγάλα βάθη ψάρια. Και μερικές φορές όταν νευριάζει για τα καλά, τους λέει να δεθούν μαζί από τα χέρια και να βουτήξουμε παρέα για να δει κι αυτός το βάθος που λένε ότι πάνε.
Το ίδιο λιγομίλητος, χαμογελαστός, σεμνός και μετρημένος είναι και ο Χάρης ο γιός του. Σε ένα ψάρεμα που πήγαμε μαζί, συνέχεια με πρόσεχε. Στην κυριολεξία και δε με άφηνε από τα μάτια του. Eίχε δε πολλά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του πατέρα του. Βέβαια ο εξοπλισμός του ήταν πιο σύγχρονος, μακριά πέδιλα, ταιτιέν βέργα, όμως η στρογγυλή μεγάλη μάσκα φαίνεται ότι αποτελεί το σήμα κατατεθέν της οικογένειας.
Το ίδιο και η αντοχή τους στο κολύμπι. Όταν μετά από σχεδόν δύο ώρες κόντρα στο ρεύμα, εγώ παρακαλούσα να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής, βλέπω το Χάρη να σταμάτα, να οπλίζει και να μου λέει ότι τώρα αρχίζει το ψάρεμα. Έκανα την καρδιά πέτρα και συνέχισα λαχανιασμένος, ενώ σκεφτόμουν ένα μήνα μαζί τους θα ήταν η καλύτερη προπόνηση για μένα.
Όλοι στο λιμάνι μίλαγαν με καμάρι για τον παππού, όπως το λένε χαϊδευτικά και μέσα στις ρακές και τις μπύρες που με αφθονία με κέρναγαν, μου έλεγαν κι αυτοί τη δική τους εμπειρία και τις προσωπικές τους ιστορίες, επαληθεύοντας τα όσα ήξερα για τον Μανώλη.
Η Ιεράπετρα φαντάζει μαγευτική εκεί στην άκρη του γιαλού, περασμένα μεσάνυχτα. Όλοι είχαμε γίνει μία παρέα κάτω από τα φώτα του λιμανιού και σκέφτηκα μέσα στα γέλια και τα αστεία, πως ίσως να μην υπάρχει ευτυχισμένη ζωή, παρά μόνο στιγμές ευτυχίας στη ζωή μας, όπως αυτή εδώ την ώρα.
Η επιστροφή
Ώρα πέντε το πρωί. Και πάλι το χάραμα με βρίσκει να κοιτάω πάνω από τα εννιά καταστρώματα τα φώτα του λιμανιού, μόνο που τώρα ήταν τα φώτα του Πειραιά. Οι λιγοστές μέρες στην Κρήτη πέρασαν τόσο όμορφα όσο και γρήγορα. Τις αναπόλησα κιόλας, πάντα θα τις αναπολώ κι αισθάνομαι τυχερός που γνώρισα από κοντά το Μανώλη Φωτιάδη. Έγραψα πολλές φορές αυτό το κείμενο κι άλλες τόσες το έσκισα. Αισθάνθηκα ότι λίγες μέρες σίγουρα δεν ήταν αρκετές για να γνωρίσω μια τέτοια πληθωρική προσωπικότητα και ούτε ο ίδιος με άφησε να δω τον πραγματικό εαυτό του εξολοκλήρου. Ότι απεκόμισα και σας μετέφερα ήταν ψήγματα γραμμένα συντηρητικά, χωρίς υπερβολές και μεγαλοστομίες.
Συνήθως γράφουμε καλά λόγια για κάποιον που παρουσιάζουν, από ευγένεια και προσπαθούμε να αποκρύψουμε κάποιες αρνητικές πλευρές του χαρακτήρα τους. Στο Μανώλη πράγματι, δε βρήκα έστω αυτές τις κάποιες ώρες που ήμασταν μαζί καμιά. Αντίθετα λεπτομέρειες που έδειχναν την αξία του χαρακτήρα του και την μεγάλη αγάπη προς το συνάνθρωπο του διέκρινα πολλές. Είναι ένας άνθρωπος που απλά θα ήθελα να τον είχα δίπλα μου σε όλες τις στιγμές της ζωής μου. Συχνά τα πάντα δεν είναι ένα νόμισμα με δύο πλευρές, άσπρο ή μαύρο. Ο Μανώλης δεν ήταν ούτε ο ζωντανός μύθος που περίμενα, ύπεροπτης και αλαζόνας, ούτε ένας συνηθισμένος επαγγελματίας ψαράς. Ήταν και είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο στο βιβλίο του υποβρυχίου κυνηγιού με ένα δικό του εντελώς προσωπικό τρόπο και σφραγίδα, μοναδικός και πέρα για πέρα αντιήρωας. Για μένα και για πολλούς άλλους διεκδικεί με επιτυχία τον τίτλο του μεγαλύτερου ροφοκυνηγού της Μεσογείου.
Για τον ίδιο μάλλον που αρκεί να κάθεται στο μπαλκόνι του ψηλά στα υψώματα της Ιεράπετρας και να πίνει τη ρακή του και να βλέπει τον ήλιο να βυθίζεται στο Λιβυκό πέλαγος, καθώς το μπλε της θάλασσας παντρεύεται με το μπλε του ουρανού.
Εκεί κάτω από την υπέροχη κληματαριά δίπλα στις ελιές και τα υπόλοιπα δέντρα του κήπου του, να σκέφτεται τα χρόνια που πέρασε στη θάλασσα. Κοντά του η κυρά Γεωργία. Δεν είδα ποτέ άλλοτε τέτοιο γλυκό χαμόγελο σε σύντροφο και να τον κοιτάζει στα μάτια με ένα βλέμμα που θύμιζε ερωτευμένο κοριτσόπουλο σε μία σπάνια συντροφικότητα που κρατάει σχεδόν μισό αιώνα. Έτσι να κυλάει η ζωή του, σαν παραμύθι με όλες τις καλές και τις κακές στιγμές της. Εγώ του εύχομαι ολόψυχα να συνεχίσει για πολλά ακόμα χρόνια την επαφή θάλασσα με όποιο τρόπο νομίζει αυτός καλύτερα.
Κρατώ για το τέλος την φράση του Μανώλη πριν χωρίσουμε. Θα ήθελα να έχω την υγεία μου, εγώ, η οικογένειά μου, ο κόσμος όλος και ένα κομμάτι ψωμί να τρώω, όλα τ’ άλλα γίνονται.
Σίγουρα γίνονται όπως και ότι σίγουρα στα ίδια μέρη θα ξαναβρεθούμε. Ίσως ξανά στην Κρήτη, ίσως νοερά στα υγρά μονοπάτια που ο καθένας μας ακολουθεί. Το λιγότερο που θα μπορούσα να κάνω για τον αγαπητό φίλο Σταύρο Γιαννικάκη και την οικογένειά του, θα ήταν εκφράσω δημόσια ένα τεράστιο ευχαριστώ για την αγάπη τους, την φιλία τους και την κρητική φιλοξενία που φρόντισαν να φτάσουν στα όριά της!