Menu
  1. Αρχική
  2. ΝΕΟ ΤΕΥΧΟΣ
  3. ΑΡΘΡΑ & ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ
  4. ΤΕΧΝΙΚΕΣ
  5. ΕΙΔΗ ΨΑΡΙΩΝ
  6. ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
    1. ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΙ - ΔΙΑΝΟΜΕΙΣ
    2. ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΕΣ
    3. ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ / E-SHOP
  7. ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΓΙΑ
  8. ΘΕΜΑΤΑ
  9. ΝΕΑ
  10. VIDEOS
Παρασκευή, 1 Νοεμβρίου 2024

Περιοδικό Βυθός : Μητσόπουλος Γιώργος

Γιώργος Μητσόπουλος

Από μικρό παιδί είχα πάθος με την θάλασσα. Εκεί χανόμουνα με την πρώτη ευκαιρία, άλλες φορές στο λιμανάκι του εξοχικού μου προσπαθώντας να ψαρέψω κοκoβιούς με πετονιά και άλλες χαζεύοντας με μια μάσκα την ατελείωτη υποβρύχια ματιέρα.

Θυμάμαι… κοντά στις αρχές του '90, να ζητάω από τον πατέρα μου κάθε πρώτη του μηνός, να μου αγοράσει ότι περιοδικό υπήρχε στα περίπτερα και την λαχτάρα μου να τα ξεφυλλίζω μετά, για ατελείωτες ώρες ρουφώντας γνώση και εικόνες.

Οι τότε αρθρογράφοι ήταν οι μέντορες και οι ήρωες μου… σε αυτούς ήθελα να μοιάσω… Ήθελα να δώσω και εγώ με την σειρά μου ό,τι μπορούσα, για να μην σβήσει ποτέ αυτή η φλόγα. Έτσι το 2009 η γνωριμία μου με τον Μάνο Βλατάκη, με έφερε στην πόρτα του περιοδικού Βυθός και από τότε μέχρι και σήμερα επικοινωνώ μαζί σας, με άρθρα γύρω από το υποβρύχιο κυνήγι, μέσα σε αυτήν την όμορφη και μεγάλη παρέα μας.


η Βίρνα...

Του Γιώργου Κελλή

η Βίρνα...

Η γνωριμία...

Tα τελευταία χρόνια ψαρεύω πολύ συχνά στην αρχόντισσα των Κυκλάδων, τη Σύρο. Ένα από τα αγαπημένα μου σημεία που επισκέπτομαι πολύ συχνά για κολυμπητό ψάρεμα είναι ένας μικρός κάβος κυριολεκτικά πάνω στον καιρό. Η διαμόρφωση της ακτής εκεί, είναι τέτοια που μόνο σε ένα σημείο είναι δυνατή η είσοδος στο νερό όταν λυσσομανάει ο βοριάς. Όταν πάλι επικρατούν καλύτερες συνθήκες σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, σ’ αυτήν την μικρή εγκόλπωση το νερό είναι τόσο ήρεμο που μοιάζει με λίμνη. Πολύ συχνά που συνηθίζω να περνώ τα τελευταία λεπτά της εξόρμησης επιπλέοντας νωχελικά εκεί, καθαρίζοντας ταυτόχρονα τα λίγα ψάρια που μπορεί να έχω πιάσει.

Τα πράγματα μου τις περισσότερες φορές με περιμένουν συνήθως ακριβώς από πάνω από το σημείο που καθαρίζω τα ψάρια, κάτω από μία συγκεκριμένη ευμεγέθη πέτρα, που έχει πολύ χαρακτηριστική όψη και δεσπόζει στο κέντρο του μικρού κολπίσκου.

Όταν λοιπόν οι συνθήκες το επιτρέπουν, τελειώνω το ψάρεμα, ξεοπλίζω το τουφέκι, ποντίζω την σημαδούρα και αρχίζω να καθαρίζω ένα ένα τα ψάρια από την ψαροβελόνα, εκεί έξω έξω, στους μόλις 50 πόντους νερό. Πριν από τρία περίπου χρόνια και ενώ επικρατούσε μία τρομερή ανοιξιάτικη καλοσύνη, βρισκόμουν πάλι στο ίδιο σημείο και κατά την προσφιλή μου συνήθεια είχα αρχίσει να καθαρίζω και πάλι κάτι ψαράκια που είχα νωρίτερα πιάσει.

Τελευταίο είχα κτυπήσει έναν ωραίο σαργό. Τον ξεκρέμασα πρώτο πρώτο, από την ψαροβελόνα, τράβηξα το μαχαίρι και άρχισαν να απομακρύνω τα λέπια του. Μόλις τελείωσα μ’ αυτά, έμπηξα την λεπίδα στην κοιλιά του και έβγαλα τα εντόσθια του, τα οποία άφησα να πέσουν λίγο πιο δίπλα ενώ συνέχισα με το καθάρισμα των σπάραγχων. Για μία στιγμή και τελείως ανεπαίσθητα έπιασα μία αστραπιαία κίνηση και αμέσως μετά διαπίστωσα πως τα εντόσθια του σαργού εξαφανίστηκαν για πάντα. Κάτι μέσα από τη σχισμή στη βάση του βράχου που οριοθετεί το μικρό τεχνητό λιμάνι βγήκε και τα εξαφάνισε. Κοίταξα για λίγο επίμονα αλλά δεν εντόπισα κάτι. Συνέχισα με τον επόμενο σαργό αλλά υποψιασμένος αυτή τη φορά έσπρωξα τα εντόσθια του δεύτερου ψαριού μπροστά στη σχισμή και περίμενα. Πραγματικά, λίγες στιγμές μετά μία μεγάλη σμέρνα βγήκε από τα σκοτάδια κάπως διστακτικά, σύρθηκε στα λίγα εκατοστά μέχρι το κρέας και με μία τρομερά γρήγορη κίνηση το εξαφάνισε με μια χαψιά που ποτέ δεν πρόλαβα να δω!

Με έπιασαν αμέσως τα γέλια ενώ ταυτόχρονα σκέφτηκα πως είναι πολύ βολικό σε αυτό το σημείο να υπάρχει ένας τέτοιος ανελέητος «σκουπιδοφάγος» που θα τρέφεται από αυτά που δεν χρειάζομαι από τα θηράματα μου. Εννοείται πως της τάισα τα εντόσθια όλων των άλλων ψαριών και από εκείνη την μέρα πρόσθεσα ένα ακόμη τελετουργικό στα ψαρέματα μου στο συγκεκριμένο σημείο. Ειδικότερα όταν ο καιρός το επέτρεπε, το τάισμα της σμέρνας ήταν επιβεβλημένη διαδικασία. Τέτοια ήταν μάλιστα η χαρά μου, που αποφάσισα να δώσω όνομα στην νέα μου φιλενάδα. Βίρνα, επιλογή που προκύπτει από μία πληθώρα συνειρμών.

Η Βίρνα!
Τα χρόνια πέρναγαν και η Βίρνα πάχαινε... και η αλήθεια είναι πως είχα συνδράμει σημαντικά για αυτή την ευτραφή σιλουέτα της. Δεν υπήρχε ψάρεμα στα μέρη της, που να ολοκληρωθεί και μην την τρατάρω καρδιές, έντερα και βράγχια από τα ψάρια που είχα πιάσει. Μία φορά η αχόρταγη μου μάδησε και ένα χταπόδι που είχα κρεμασμένο στη σημαδούρα, αγνοώντας για λίγο τις συνήθεις λιχουδιές της που της πρόσφερα. Όταν κατάλαβα τι έκανε στη πλάτη μου, πετσοκόβοντας τα πλοκάμια από το χταπόδι που κρεμόταν ήταν αργά... Η αλήθεια είναι πως αυτή της η λαιμαργία με ενόχλησε, αλλά αποφάσισα να μην δώσω έκταση. Τα πράγματα όμως έμελλε να πάρουν πολύ άσχημη τροπή και μάλιστα πολύ σύντομα.

Μήνες μετά το περιστατικό με το χταπόδι, ένα παγωμένο χειμωνιάτικο απόγευμα βγήκα αργά σχεδόν την ώρα που σουρούπωνε. Ο αέρας ήταν αρκετά δυνατός και δεν μπορούσα να σταθώ στο σύνηθες σημείο, οπότε προτίμησα να βγω από το νερό και να καθαρίσω τα ψάρια από πάνω, δίπλα από τον γνωστό βράχο στη βάση του οποίου φιλάω τα πράγματά μου. Έτσι μέσα στο λυκόφως, κάθισα κάτω με τα πόδια μου μέσα στο νερό και ξεκίνησα με το πρώτο ψάρι. Πριν καλά καλά ολοκληρώσω το καθάρισμα του η Βίρνα βγήκε από το νερό και χωρίς να την καταλάβω κουλουριάστηκε στο πόδι μου πλησιάζοντας αθόρυβα τον μεζέ που μεταχειριζόμουν. Όταν την αντιλήφθηκα έριξα κάνα δυο χοροπηδητά και την πρόγγιξα, ώστε να πάει πίσω από εκεί που ήρθε, αλλά μου πήρε κανένα λεπτό να συνειδητοποιήσω τι είχε συμβεί... Ανασκουμπώθηκα, και κάθισα λίγο πιο ψηλά, με τα πόδια έξω από το νερό αυτή τη φορά και συνέχισα.

Ολοκλήρωσα τον καθαρισμό του ψαριού αλλά μόλις πέρασα στο δεύτερο, η πεινασμένη Βίρνα σκαρφάλωσε και πάλι τα βράχια, αναγκάζοντας με σε δεύτερο εντυπωσιακότερο χοροπηδητό και κάμποσες βρισιές, όλα αποτέλεσμα του αιφνιδιασμού και της τρομάρας. Μάζεψα τα ψάρια, ντύθηκα άρον άρον και έφυγα, έχοντας λάβει δραστικές αποφάσεις. Δεσμεύτηκα στον εαυτό μου να μην την ξαναταΐσω ποτέ, αλλά και να μην ξανακαθαρίσω ψάρια από πάνω της. Αποφάσεις που κράτησα, ενώ εκείνη εξακολουθούσε να παχαίνει και να ξεθαρρεύει.

Η "κορύφωση" του δράματος.
Σχεδόν έξι μήνες μετά το περιστατικό με την αναρρίχηση της Βίρνας στα βράχια και ενώ έχουμε ανταμώσει κανά δύο φορές ακόμη φευγαλέα πριν βγω από το νερό, επισκέπτομαι τον τόπο με τον πατέρα μου. Είναι καλοκαίρι και ο κυρ Βασίλης θα έκανε μπάνιο, εγώ θα ψάρευα και αν πιάναμε κάτι θα το καθαρίζαμε για να το ψήσουμε το βράδυ παρέα με τους μπαρμπάδες μου. Τον αφήνω στα βράχια να λιάζεται και φεύγω για τα πόστα με το 95αρι ανά χείρας. Μετά από καμία ωρίτσα επιστρέφω πίσω και του δίνω την ψαροβελόνα με τα λίγα ψαράκια.
-Μπίλο καθάρισε τα εσύ και πάω να κάνω κάνα δύο καρτεράκια εδώ μπροστά σε κανά τέταρτο θα γυρίσω να φύγουμε οκ;
-Ναι με την ησυχία σου, μου απαντάει και όπως στρίβω για να ανοιχτώ ρίχνω και μία γρήγορη ματιά στο χαράκι της Βίρνας, μπας και ετοιμάζει καμμία εφόρμηση, αλλά δεν την εντοπίζω.
Ολοκληρώνω τις βουτιές μου στα πόστα και γυρνάω στον κυρ Βασίλη. Λίγο όμως πριν φτάσω να βγω, βλέπω τη Βίρνα κουλουριασμένη έτοιμη να βγει εκείνη έξω από το νερό με τη μουσούδα της να σημαδεύει νοητά τον πατέρα μου. Την τρομάζω με το όπλο, μου κάνεις μαρς, στρίβει και αμέσως μπαίνει κάτω από το γνώριμο σκίσιμο, και ξεμυτίζει κάμποσες πέτρες πιο κάτω κάνοντας τάχα μου την ανήξερη. Γυρνάω προς τα έξω και πάω να μιλήσω στον πατέρα μου, ο οποίος συνειδητοποιώ πως έχει ένα έντονο ύφος έκδηλης έκπληξης ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του.

  •  Δεν θα το πιστέψεις τι έγινε... Καθάριζα τα ψάρια και ήρθε μία σμέρνα και κουλουριάστηκε στο πόδι μου, εδώ πάνω. Πάνω στα βράχια, μου λέει και όπως βάζω το κεφάλι μέσα στο νερό για να ξεοπλίσω, βλέπω τη Βίρνα να έχει πάει και πάλι στο σημείο από το οποίο την έδιωξα λίγο νωρίτερα και να ετοιμάζεται να βγει από το νερό. Την τρομάζω σχεδόν ενστικτωδώς και εκείνη επαναλαμβάνει την ίδια πορεία. Την βλέπω να με κοιτάει και πάλι από το ίδιο σημείο που ξεπρόβαλε και νωρίτερα. Την παρατηρώ για λίγο ακόμη, κάνω την καρδιά μου πέτρα, στρέφομαι προς τον πατέρα μου και βγάζω το κεφάλι από το νερό:
  • Μπίλο στο μαύρο σάκο έχω το 82αρι για φέρτο λίγο...

Να ζήσουμε να τη θυμόμαστε.

Σμέρνες δεν χτύπαγα... Σ’ όλη μου την ζωή μέχρι εκείνο το απόγευμα  είχα βαρέσει μόνο δύο. Την μία την έδωσα πεσκέσι σε έναν μπάρμπα μου που μου την ζήτησε, την άλλη την κοπάνησα σε έναν αγώνα στη ξέρα του Ρομπέρτο και μου ξεψάρισε... Η Βίρνα ήταν η τρίτη σμέρνα που θα βάραγα μέσα σε 18 ολόκληρα χρόνια και ομολογώ πως δεν την χτύπησα με ενθουσιασμό. Για την ακρίβεια ένιωσα λίγο άσχημα για την τροπή της σχέσης μας, γιατί συνειδητοποίησα πως αν δεν είχα αρχίσει να την ταϊζω, πιθανότατα να μην ξεθάρρευε τόσο και έτσι δεν θα έφτανα στο σημείο να πιστέψω πως έπρεπε να την βαρέσω.

Ένιωσα άσχημα, όσο άσχημα μπορεί να νιώσει κάποιος για ένα ψάρι που πεθαίνει και αποφάσισα να την τιμήσω, τρώγοντας την ολόκληρη. Κάθισα στον γνωστό βράχο με τον κυρ Βασίλη και την καθαρίσαμε υπομονετικά καθώς ο ήλιος άρχισε να δύει. Μερικές ώρες μετά την βάλαμε στον φούρνο μαζί με δύο σαργούς. Όταν την δοκιμάσαμε πέσαμε όλοι από τα σύννεφα. Ήταν τόσο νόστιμη, που την εξαφανίσαμε ολόκληρη, με μεγάλη μάλιστα ικανοποίηση. Τόσο νόστιμη που σκέφτηκα προς στιγμή να πιάνω καμία, όποτε συναντάω, έτσι μία στο τόσο. Το είπα στον κυρ Βασίλη και μου απάντησε πως είναι λίγο μπελάς το καθάρισμα και η θανάτωση της. Μου φάνηκαν λογικά τα λόγια του.

  • Αφού πιάνεις ψαράκια μωρέ, ασ’ τες στην ησυχία τους.
  • Ναι δίκιο έχεις.

του απάντησα και τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας όλοι μαζί.

Επίλογος.

Δύο βδομάδες μετά το δείπνο με τη Βίρνα και ενώ είχαμε μόλις ολοκληρώσει ακόμη ένα ωραίο ψαρογεύμα στη αγαπημένη μας ταβέρνα, την «Εμπατή» στην Αληθινή του κυρ Σίμου, ο ίδιος ο κυρ Σίμος  με πλησιάζει κάπως συνωμοτικά, αγνοώντας πλήρως την ιστορία με τη Βίρνα. Αντιλαμβάνομαι πως κάτι έχει στο μυαλό του και τον προτρέπω να μου μιλήσει.

  • Έλα κυρ Σίμο, πες το!
  • Ρε Καρχαρία να σου πω... Ωραία τα ψάρια αλλά κάνε μου μια χάρη...
  • Ότι θες κυρ Σίμο! Χταποδάκι θες;
  • Όχι χταπόδι, όχι... Αν βρεις ρε παιδάκι μου καμία σμέρνα και μπορείς φέρ’ την να στη φτιάξω με κουρκούτι και σκορδαλιά να γλύφεις τα δάκτυλα σου. Φέρε εδώ και θα γίνει χαμός.
  • Κυρ Σίμο δεν τις βαράω...
  • Γιατί παρακαλώ;
  • Ε, να κυρ Σίμο δεν νογάω να τις καθαρίσω, με παιδεύουν...
  • Ρε χαζός είσαι; Σου είπα εγώ να την καθαρίσεις. Βάλ’ την εκεί δα σε μία σακούλα και άσε τα υπόλοιπα σε μένα! Θα γλείφεις και τα δάκτυλα σου! Θα κάνω και μία σκορδαλιά μπαρούτι και δεν θα το πιστεύεις...
ΚατηγορίαΙΣΤΟΡΙΑ
Print
Back To Top