Του Γιάννη Δωρόπουλου
Η απουσία από την γαλανή τους τελευταίους 4 μήνες, με έκανε να νιώθω μια νοσταλγία για το ψάρεμα που είχα πολύ καιρό να νιώσω. Φέτος η 1η Ιουνίου έπεσε Τετάρτη. Μέρα καθημερινή και δύσκολη. Tη Παρασκευή πέφτει τηλέφωνο από την παρέα. "Θα πάμε στα πελαγίσια;" Ένα χαμόγελο χαράκτηκε στο πρόσωπό μου. Η 1η Ιουνίου μας βρίσκει στη μαρίνα. Φόρτωμα το σκάφος, ρίξιμο στο νερό, άνοιγμα GPS και πορεία προς το στίγμα...
Του Γιώργου Μητσόπουλου T.297
Κρήτη ένας μαγικός τόπος τόσο μέσα όσο και έξω από το νερό, ανεξάντλητης ομορφιάς που έχω την τύχη να επισκέπτομαι κάθε καλοκαίρι. Ένα νησί που τα έχει όλα και που δύσκολα θα αφήσει τον ταξιδιώτη ασυγκίνητο, μιας και συνήθως θα εθιστεί σε αυτό, με την πρώτη του επίσκεψη. Φιλόξενοι άνθρωποι, φοβερό φαγητό, υπέροχα μέρη και τοπία που κόβουν την ανάσα. Όσον αφορά το δικό μας κομμάτι εκεί να δείτε…
Του Νίκου Σταυρόπουλου (ΑΡΧΕΙΟ ΒΥΘΟΣ, ΤΕΥΧΟΣ 117, ΦΕΒ 2002)
Η μητέρα του Σταύρου μας είχε όλα τα καλούδια και το πρωινό κόντεψε να γίνει μεσημεριανό, ενώ κοίταγα με απορία τον τελευταίο να καταβροχθίζει στις εφτά το πρωί μετά από ολονύκτιο ταξίδι κάτι μεταξύ χωριάτικου λουκάνικου και γαρδούμπας. Το κατάλαβε και απολογήθηκε σαν μικρό παιδί ότι είχε ένα ολόκληρο χρόνο για να τα γευτεί. Βγήκα στην μικρή βεραντούλα και ακριβώς στις εφτάμιση, ούτε ένα λεπτό παραπάνω ή παρακάτω φάνηκε το κόκκινο αυτοκίνητο - κλούβα και πίσω από το τζάμι η φιγούρα του Μανώλη. Τον αναγνώρισα αμέσως. Θα τον αναγνώριζα παντού, τόσο επίμονα που είχα μελετήσει τις φωτογραφίες του, προσπαθώντας από τις γραμμές του προσώπου να μαντέψω ή να καταλάβω κάτι περισσότερο για αυτόν.
Του Νίκου Σταυρόπουλου (ΑΡΧΕΙΟ ΒΥΘΟΣ, Τεύχος 117, ΦΕΒ 2002)
Υπήρχε μια μεγάλη, τεράστια θα έλεγα σπηλιά, όπου στο βάθος της οι ροφοί ήταν ο ένας δίπλα στον άλλον σαν σαρδέλες σε κονσέρβα. Εκείνη την εποχή δεν είχαμε φακούς ούτε πολύ δυνατά όπλα. Τους βλέπαμε να μπαίνουν στο μεγάλο άνοιγμα ο ένας μετά τον άλλον σίγουροι για το θαλάμι τους, χωρίς εμείς να μπορούμε να κάνουμε τίποτα.
Του Νίκου Σταυρόπουλου (ΑΡΧΕΙΟ ΒΥΘΟΣ, ΤΕΥΧΟΣ 117, ΦΕΒ 2002)
Μια βδομάδα θα χαιρόμουν τους κρητικούς βυθούς, πρώτη φορά θα βρισκόμουν σε αυτούς, μιας και το πρόγραμμα έλεγε μονάχα ένα πράγμα, ψάρεμα!
Τέσσερις το πρωί στριφογύριζα στο κάθισμα μου προσπαθώντας να κοιμηθώ λίγο. Μάταια. Στον αέρα πλανιόταν η οσμή αρώματος ανακατεμένη με ιδρώτα και κλεισούρα. Τα αυτιά μου τρύπαγαν απόμακρες φωνές από την τηλεόραση, κλάματα μωρού και η άγρια σχεδόν χωρίς βογγητό αναπνοή του διπλανού.
Σηκώθηκα. Είχα ανάγκη από καθαρό αέρα. Βγήκα στο κατάστρωμα του τεράστιου πλοίου. Η αίσθηση της θαλάσσιας αύρας, ανακατεμένη με αρμύρα λειτούργησαν καθαρτικά στο πνεύμα μου. Έγειρα στην κουπαστή προσπαθώντας στο βαθύ σκοτάδι να διακρίνω τον αφρό της αγαπημένης μου, εννέα καταστρώματα πιο κάτω. Φώτα αχνοφάνηκαν στο βάθος του κρητικού πελάγους και οι σκέψεις μου πέταξαν πιο γρήγορα από τα 30 σχεδόν μίλια του πλοίου.