Η ιστορία τούτη ξεκίνα το 1983 όταν 22 Αυγούστου ταξίδευα για διακοπές με το «Κίμωλος» για την Σίφνο για να συναντήσω τον φίλο μου Λυκούργο Παπαγιαννόπουλο, για να ψαρέψουμε μαζί τις Κυκλάδες. Ήταν από τους ελάχιστους που διέθεταν τότε μεγάλο φουσκωτό. Ήταν μάλιστα ο αντιπρόσωπος των φουσκωτών BAT στην Ελλάδα.
Έλα όμως που στο καράβι γνώρισα την «Ωραία Ελένη», ψιλή και μελαχρινή, κόρη μεταναστών από το Κιλκίς στην Γερμανία, η οποία με έπεισε να κατεβώ μαζί της στην Σέριφο λέγοντας «Θα χαρώ πολύ αν έρθεις μαζί μου για διακοπές». Η απόφαση πάρθηκε αμέσως, διότι αφενός μεν το πλοίο ήδη άραζε στο λιμάνι την στιγμή που γινότανε η πρόταση και έπρεπε άμεσα να κατεβούμε και να φορτώσουμε τα πράγματα της στο… παπάκι, αφετέρου ο τρόπος που μου το είχε ζητήσει, ήταν πολύ ευθύς και γλυκός, κοιτάζοντας με βαθιά μέσα στα μάτια... και έτσι έγινε!
Επειδή δεν είχα ξαναπάει στην Σέριφο, αφέθηκα στην δική της επιλογή, ως προς το μέρος που θα κατασκηνώναμε και φορτωμένοι «δικάβαλο» στο παπάκι πήραμε κατεύθυνση προς το χωριό Ράμος, όπου το παρκάραμε και κατευθυνθήκαμε προς την «τρίτη» σε σειρά παραλία του νησιού, στον υπήνεμο μεγάλο κόλπο του λιμανιού.
Ο ξανθός τουρίστας με τα δίμετρα όπλα...
Η Ελένη με το τεράστιο τουριστικό σακίδιο στην πλάτη και εγώ με τον στρατιωτικό σάκο με τα σύνεργα, τα βαρίδια και τα ψαροτούφεκα κατηφορίσαμε το μονοπάτι. Σε μισή ώρα φτάσαμε στην μικρή παραλία όπου δεν υπήρχε ψυχή. Είχε και πανσέληνο εκείνες τις ημέρες. Την άλλη μέρα πρωί πρωί σηκώθηκα και έπεσα στην θάλασσα να ψαρέψω και κατευθύνθηκα αριστερά προς το λιμάνι, κόντρα στο μελτέμι που φύσαγε και πολύ σύντομα χτύπησα δύο ροφούς και ένα ροφάκι. Συνειδητοποίησα όμως ότι είχα υπερβάλλει κατά πολύ ως προς τις ανάγκες μας και γύρισα πίσω.
Η Ελένη με ρώτησε «γιατί τα χτύπησες όλα αυτά; Τι θα τα κάνουμε;» «Έλα μου ντε» σκέφτηκα…. Ήταν απλό. Για μια εβδομάδα που θα έμενα στο νησί δεν θα χρειαζόταν να ψαρέψω ξανά. «Θα φάμε το μικρό και τα αλλά δύο θα τα πάμε στο Λιβάδι σε μια κατάψυξη και σαν θα φύγω θα τα πάρω μαζί» της είπα. «Μα πώς θα τα κουβαλήσουμε;» Αυτό ήταν ένα πολύ εύλογο ερώτημα, γιατί το ένα ψαρί ήταν σχεδόν δέκα κιλά και το άλλο παραπάνω, οπότε πρακτικά θα είχαμε δυσκολία στο να ανεβούμε το δύσβατο μονοπάτι.
Το μεσημέρι ανάψαμε μια φωτιά και ψήσαμε το μικρό και το σούρουπο, ξεκινήσαμε την ανάβαση με τα δύο μεγάλα ψάρια ξεκοιλιασμένα και περασμένα από τα σπάραχνα σε ένα ξύλο και επ’ ώμου, όπως κουβαλούσαν οι ανθρωποκυνηγοί τα θύματά τους δεμένα από τα πόδια. Όμως τα ψάρια γλιστρούσαν προς στον πίσω κουβαλητή και θυμάμαι στην πορεία ότι τα είχα δέσει με τρόπο για να μην μετακινούνται μπρος - πίσω. Κουρασμένοι πολύ και ιδρωμένοι φτάσαμε στο Ράμο. Χρειαστήκαν δύο δρομολόγια για να κατεβάσω τα ψάρια στο λιμάνι, δεμένα στη σχάρα του C50 με την ούρα τους να ακουμπά σχεδόν κάτω. Έτσι τα ψάρια αποθηκευτήκαν σε μια κατάψυξη και μετά, με την επιστροφή τα πήρα στην Αθήνα.
Σέριφος 2010, 27 χρόνια μετά...
Ο Νίκος είναι από την Σέριφο, κάτοικος Ράμου, πελάτης χρόνια και μαθητής. Αδύνατος, ξερακιανός και με χαρακτηριστικό σπινθηροβόλο βλέμμα του κυνηγού. Γνήσιος νησιώτης. Κουβέντα στην κουβέντα μια μέρα στο μαγαζί, απορούσα πώς είχε κολλήσει το μικρόβιο του ψαρέματος και κάποια στιγμή μου διηγείται την παρακάτω ιστορία...
«Όταν ήμουν μικρός μια φόρα στο χωριό είδα έναν ξανθό… τουρίστα, με μια ψιλή μελαχρινή που είχαν έρθει με ένα ενοικιαζόμενο παπάκι και την άλλη μέρα είχαν ανεβάσει δυο ροφούς εικοσιπέντε κιλά ο καθένας περασμένους σε ένα κοντάρι, όπως οι κυνηγοί τις Αφρικής, και τους μετέφεραν έναν έναν στο λιμάνι. Θυμάμαι αυτόν με τις μπούκλες του, που είχε κάτι ψαροντούφεκα δύο μέτρα το καθένα. Δεν είχα ξαναδεί τέτοια πράγματα και τούτες οι εικόνες χαραχτήκαν τόσο βαθειά στη μνήμη μου, που όταν πια μεγάλωσα γίνανε αιτία να ασχοληθώ με το ψάρεμα».
Στη μνήμη λοιπόν του τότε μικρού Νίκου, έτσι είχαν αποτυπώσει τα μάτια του αυτές τις εικόνες, τις οποίες μου εξιστόρησε μετά από σχεδόν 30 χρόνια. Ήταν συγκινητική για μένα στιγμή να θυμηθώ εκείνη την εποχή τον ανέμελων χρόνων. Σήμερα ο Νίκος έχει εξελιχθεί σε ικανότατο και επιλεκτικό ψαροκυνηγό, που σέβεται τον τόπο του και όταν είδα μια πρόσφατη φωτογραφία του, με μια ψαριά παρόμοια της δική μου του 1983, δεν μπόρεσα να μην μοιραστώ μαζί σας την ανάμνηση αυτή.
Να’σαι καλά Νίκο!