Η μητέρα του Σταύρου μας είχε όλα τα καλούδια και το πρωινό κόντεψε να γίνει μεσημεριανό, ενώ κοίταγα με απορία τον τελευταίο να καταβροχθίζει στις εφτά το πρωί μετά από ολονύκτιο ταξίδι κάτι μεταξύ χωριάτικου λουκάνικου και γαρδούμπας. Το κατάλαβε και απολογήθηκε σαν μικρό παιδί ότι είχε ένα ολόκληρο χρόνο για να τα γευτεί. Βγήκα στην μικρή βεραντούλα και ακριβώς στις εφτάμιση, ούτε ένα λεπτό παραπάνω ή παρακάτω φάνηκε το κόκκινο αυτοκίνητο - κλούβα και πίσω από το τζάμι η φιγούρα του Μανώλη. Τον αναγνώρισα αμέσως. Θα τον αναγνώριζα παντού, τόσο επίμονα που είχα μελετήσει τις φωτογραφίες του, προσπαθώντας από τις γραμμές του προσώπου να μαντέψω ή να καταλάβω κάτι περισσότερο για αυτόν.