Έκανε «μια βουτιά» και πέρασε η μέρα… Έκανε «δυο βουτιές» και πέρασε ένας χρόνος… Έκανε «τρεις βουτιές» κι αισθάνθηκε το σώμα του βαρύ. Έζησε την νιότη μέσα στο νερό. Τρεις δεκαετίες γεμάτες θάλασσα, κολύμπι κι άπνοια. Αρχικά τον κάλεσε το θήραμα. Αυτό που έπιανε, αυτό που του έφευγε μέσα από τα χέρια, αλλά κι αυτό που έβλεπε και δεν μπορούσε να πιάσει. Όμως καθώς πέρασαν τα χρόνια, κι άλλαζε το σώμα, άλλαξε κι η σκέψη του. Κι ήρθε η στιγμή που κατάλαβε, πως δεν ήταν μονάχα το ψάρι, που τον τραβούσε στο νερό. Ήταν το ταξίδι, η βουτιά, οι εικόνες του βυθού. Μα πρώτο και καλύτερο, το άγνωστο, το απρόοπτο, που προκύπτει όταν κυνηγά το ψάρι. Γεννά συναίσθημα, χαρούμενο και λυπητερό μαζί που δύσκολα το χαρακτηρίζεις. Είναι τα καμώματα της «ξελογιάστρας» θάλασσας, το «αιώνιο παιχνίδι». Έτσι μάγεψε τον ψαροτουφεκά και τον κρατά κοντά της...