Menu
  1. Αρχική
  2. ΝΕΟ ΤΕΥΧΟΣ
  3. ΑΡΘΡΑ & ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ
  4. ΤΕΧΝΙΚΕΣ
  5. ΕΙΔΗ ΨΑΡΙΩΝ
  6. ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
    1. ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΙ - ΔΙΑΝΟΜΕΙΣ
    2. ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΕΣ
    3. ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ / E-SHOP
  7. ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΓΙΑ
  8. ΘΕΜΑΤΑ
  9. ΝΕΑ
  10. VIDEOS
Πέμπτη, 14 Νοεμβρίου 2024
ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΓΙΑΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ

Περιοδικό Βυθός : Ηλεκτρονικά Όργανα

Μια απίστευτη ιστορία... που συνεχίζεται!

Κείμενο-φώτο: Ρομπέρτο Κάλιτς T.298

Μια απίστευτη ιστορία... που συνεχίζεται!

Όταν την άνοιξη του 2015 μιλούσαμε στο τηλέφωνο με τον Χαράλαμπο Βρανά, τον άνθρωπο που είχε βρει το «εγκαταλελειμμένο» όπλο μου μετά από τρία χρόνια, το κρατούσα ήδη στα χέρια μου γιατί είχε φροντίσει εν άγνοια μου να το αγοράσει ο Πάνος Μπάρδης από τον τότε κάτοχο του Γεώργιο Μπαριωτάκη και να μου κάνει έκπληξη στέλνοντας το μου με μια εταιρία μεταφορών στο μαγαζί, που τότε διατηρούσα ακόμα. Έτσι όταν μιλούσα με τον Χαράλαμπο στο τηλέφωνο περιεργαζόμουν το όπλο, ακούγοντας όσα είχε να μου αποκαλύψει για τις συνθήκες ανεύρεσης του και σκεπτόμουν πόσο μάταιο ήταν να προσπαθώ να φανταστώ το πιθανό σενάριο σχετικά με το τι είχε συμβεί στην Τήνο από εκείνη την μέρα στα τέλη Αύγουστου του 2011, μέχρι το 2014 που το είχε βρει στην Άγρια Γραμβούσα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΟ ΑΡΘΡΟ, ΓΙΑ ΤΟ ΟΠΛΟ ΠΟΥ ΤΑΞΙΔΕΨΕ ΤΟ ΑΙΓΑΙΟ

Από τη στιγμή που το όπλο είχε επιστρέψει στα χέρια μου, νόμιζα ότι είχε κλείσει ένας κύκλος. Εκφραζόμουν μάλιστα με «βαριές» λέξεις και εκφράσεις πάνω στην αρχική αφήγηση του περιστατικού του τύπου: «με είχε στοιχειώσει», «άρχισε να φεύγει από την πλάτη μου το βάρος της αποτυχίας», «να πάρω ακόμα ένα μάθημα» κλπ. Ειδικά στο ημερολόγιο του σκάφους είχα γράψει μια γεμάτη ηττοπάθεια εκ μέρους μου και τελείως φανταστική στιχομυθία της «βασίλισσας», που είχα επινοήσει, φέρνοντας στη μνήμη μου ξανά και ξανά τον ήχο που έκανε το καρούλι, παρομοιάζοντάς το με κραυγές φυγής της, καθώς αναδυόμουν αδειάζοντας δραματικά το σχοινί, ενώ αυτή βουτούσε στην άβυσσο και την όποια σας την μεταφέρω ατόφια:

“Την αποκωδικοποίηση του μηνύματος που πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη μετά από το γεγονός, καλούμαστε να την ψάξουμε συμβολικά στον ήχο του μουλινέ, το οποίο ξετύλιγε το σχοινί με αυτή την απίστευτη ταχύτητα. Ο ήχος του ταμπούρου που γύριζε ξέφρενα ήταν σαν να μετέδιδε δια μέσου του νήματος, τις κραυγές …«τσαμπουκά» της συναγρίδας:

«Ποιος νομίζεις ότι είσαι; Ξέρεις που ζω εγώ; Εκεί που ζω εγώ στα 70-80 μέτρα, κάτι …κουταβάκια σαν και εσένα τα μασάμε για πρωινό. Τι νόμιζες ότι με μια οδοντογλυφίδα θα μπορούσες να μου κόψεις τη φόρα; Δεν μπορείς. Είσαι πολύ λίγος… Πιστεύεις ότι ήρθα τόσο κοντά σου επειδή ήσουν ήρεμος; Πιστεύεις ότι ξεγελάστηκα από τα ωραία σου …μάτια; Ήρθα να δω πόσο ασήμαντος είσαι και τελικά το είδα. Εγώ είμαι η βασίλισσα. Δεν λέω, είσαι ίσως ο καλλίτερος που έχω δει μέχρι σήμερα. Αλλά είσαι και θρασύς. Πού πας ρε με το… πιτσιλιστήρι; Χα. Χα. Την επόμενη φορά να κρατάς κάτι πιο σοβαρό στο χέρι σου. Μπορεί με αυτό να σκοτώνεις τις κόρες μου στα ρηχά, αλλά εδώ είναι 40+ αγοράκι μου. Και εσύ είσαι 40+ και όταν ξαναρθείς μάλλον θα είσαι 50+. Φρόντισε λοιπόν όταν ξανάρθεις να κρατάς κάτι αντάξιο μου. Δεν ξέρω βέβαια αν θα είμαι εγώ, αλλά πιστεύω να έχεις πάρει το μάθημα σου. Κρίμα όμως, εγώ σε περίμενα πιο επιμελή. Μήπως η υπερβολική σιγουριά που νιώθεις τελευταία, σε έχει κάνει να αμελείς κάποια πράγματα ή να τεμπελιάζεις; Εμένα ξέχασε με. Δεν μπορείς. Και την επόμενη σε θέλω πιο διαβασμένο...»”

Ένα από τα πράγματα που είχα κάνει σχεδόν αμέσως μετά από εκείνες τις διακοπές, ήταν να στήσω ξανά το παλαιότερο μου 110 με εφτάρα βέργα και διπλά λάστιχα, το όπλο μου δηλαδή με το οποίο κυνηγούσα επί σειρά ετών τις συναγρίδες. Και αυτό επειδή θεωρούσα ότι «ο λογαριασμός δεν είχε κλείσει» ακόμα. Δεν μπορούσα να το χωνέψω ότι την μεγαλύτερη συναγρίδα που μου είχε τύχει ποτέ, δεν είχα καταφέρει να τη φέρω στην επιφάνεια…

Όταν παρέλαβα το «χαμένο» όπλο και το είχα πια στα χέρια μου ξανά, πήρα τον Πάνο και τον ευχαρίστησα, ενώ εκείνος μου δήλωσε ότι δικαιωματικά θα έπρεπε να το έχω εγώ. Έτσι όπως ήταν γυμνό, του βίδωσα στην κεφαλή ένα απλό ζευγάρι λάστιχα με μια απλή καμπάνα, του έβαλα και μια βέργα από τις πολλές που είχα στο μαγαζί και το έθεσα σε «αναμονή». Πραγματικά αυτή την αίσθηση της λέξης «αναμονή» δεν μπορώ να την προσδιορίσω ούτε χρονικά, ούτε σαν κάποια μετρήσιμο έννοια. Το είχα πάντα στον οπλοστάσιό μου μαζί με τα υπόλοιπα. Δεν το έβαλα ποτέ σε αποθήκη. Αλλά ούτε και σκέφτηκα να το χρησιμοποιήσω ποτέ. Πού και πού έπεφτε το μάτι μου σε αυτό, αλλά μέχρις εκεί. Δεν θυμάμαι βέβαια και λεπτομέρειες.

Τότε έμενα στο Πόρτο Ράφτη. Μετά μετακόμισα στο Μάτι. Μετά από τη φωτιά όπου κάηκε η αποθήκη και τυχαία δεν κάηκε το σπίτι που έμενα, μετακόμισα στη Ραφήνα (έτσι γλύτωσε και το όπλο). Και τέλος μετακόμισα στην Πάρο όπου φυσικά πήρα μαζί μου και το πολυταξιδεμένο μου ψαροτούφεκο. Συνολικά έχουν περάσει δέκα ολόκληρα χρόνια από την πρώτη εκείνη ημέρα του 2011, με ενδιάμεση την «Κρητική Φάση» το 2015, μέχρι να φτάσει ξανά στα χέρια μου και φυσικά μέχρι σήμερα που γράφω τούτες τις γραμμές. Μα πόσα πολλά πράγματα έχουν συμβεί, ειδικά τα τελευταία αυτά δέκα χρόνια. Το μόνο που θα αναφέρω είναι, ότι το κυνήγι της ελευθερίας μου το είχα αποφασίσει πριν ξεκινήσουν όλα αυτά που λαμβάνουν χώρα και που μάλιστα δεν ξέρουμε καν που θα οδηγήσουν την ανθρωπότητα και το κλείνω εδώ.

Υπάρχει κάτι που πρέπει να αναφέρω και που έχει να κάνει με τις… συναγρίδες. Από το 2011 και μετά δεν είχα πιάσει καμμία άξια λόγου. Οι πληροφορίες που είχα παλαιότερα για την Πάρο και τις γύρω περιοχές έλεγαν, ότι είχε πολλές συναγρίδες. Όμως για κάποιους λογούς, που ακόμα και οι ψαράδες δεν μπορούν να εξηγήσουν, η μείωση που είχε παρατηρηθεί τα τελευταία χρόνια ήταν δραματική. Πράγματι δεν άργησα να το διαπιστώσω, γιατί επί σχεδόν ένα χρόνο δεν είχα δει καμία αξιόλογου μεγέθους. Με άλλα λόγια πια δεν κυκλοφορούσαν αμέριμνα όπως παλιά και έπρεπε να τις ψάξω και να ασχοληθώ επισταμένως με το ψάρεμά τους… Σκεφτόμουν ότι δεν μπορεί να έχουν εξαφανιστεί τελείως. Ειδικά τα ψάρια που κυνηγάμε εμείς. Στην Ιταλία που είναι πολύ πιο κυνηγημένες υπάρχουν ακόμα… Έπρεπε τα πράγματα να τα κάνω “by the book”.

Η προσαρμογή μου στο νησί όσον αφορά στις προσωπικές μου συνήθειες στο ψάρεμα, ομολογώ ότι είναι ακόμα σε εξέλιξη. Η ιδιαιτερότητα ειδικά του ψαρέματος με καρτέρι είναι ότι απαιτεί ένα πολύ συγκεκριμένο πρωτόκολλο. Βασική προϋπόθεση είναι η εύρεση τον τόπων πάντα σε συνδυασμό με τις πληροφορίες και με το σωστό διάβασμα ενός χάρτη. Σημαντικός επίσης είναι ο παράγοντας που αφορά στην πηγή των πληροφοριών. Και φυσικά η ώρα και η παρέα. Όσον αφορά την παρέα αν ο άλλος δεν είναι μυημένος σε αυτόν τον τρόπο ψαρέματος ή με άλλα λόγια «δεν το έχει», τότε σίγουρα είναι καλύτερα να αποφεύγουμε την συγκεκριμένη… «παρέα» για αυτό το είδος ψαρέματος. Μια ιταλική παροιμία λέει “Meglio solo che mal’ accompagnato”. Δηλαδή, καλύτερα μόνος παρά με ακατάλληλη παρέα.

Και το αναφέρω, γιατί το εννοώ μόνο όσον αφορά στο ταίριασμα του «ζευγαριού» στον τρόπο και στο επίπεδο τεχνικής ψαρέματος. Φυσικά πάντα υπάρχουν λύσεις, χωρίς να χρειάζεται να παραβιάζουμε τον χρυσό κανόνα «ποτέ μονοί». Οι παραχωρήσεις που καλούμαστε να κάνουμε με το ζευγάρι μας, είναι πάντα στα πλαίσια της προσωπικής μας επιλογής, όσον αφορά στο κατά πόσο σεβόμαστε ο ένας τον άλλο κατά τη διάρκεια το κυνηγιού και όχι μόνον. Τα καλά κυνηγόσκυλα κάνουν τιμητική φέρμα όταν κυνηγάνε ομαδικά, κάθε φορά που το απαιτεί η περίσταση. Και είναι από τις πιο ωραίες πράξεις που μπορώ να αναφέρω σχετικά με το κυνήγι στεριάς. Τι το πιο ωραίο από το να παρακολουθώ το ζευγάρι μου να πράττει την πρακτική του ψαρέματος και να συμμερίζομαι τη χαρά του. Άλλα ξέχασα: τώρα με τα βίντεο όλοι οι… «φίλοι» μπορούν να συμμερίζονται τη χαρά μας. Ή μήπως κάνω λάθος;

Έτσι λοιπόν πέρασε ο πρώτος χρόνος στο νησί, κατά τη διάρκεια του οποίου έκανα λίγες και επιλεκτικές παρέες, που με βοήθησαν να εξερευνήσω καινούργιους για μένα τόπους και να κρίνω ιδίοις όμμασι εκτός από τις πληροφορίες που είχα, ποιοι εξ’ αυτών ήταν συναγριδότοποι. Φυσικά δεν έπαψα ποτέ να μελετώ και να ερευνώ από μόνος μου καινούργια για μένα μέρη. Αυτό ήταν πάντα το «χόμπι» μου, εμπλουτίζοντας έτσι το ενσωματωμένο μέσα στο κεφάλι μου… gps.

Ήταν αναμενόμενο να γνωρίσω και τον Δημήτρη Παντελαίο, τον λεγόμενο «Φαραώ» ο όποιος αποδείχθηκε ότι είναι αφ’ ενός μεν πολύ καλό ζευγάρι, αφ’ ετέρου δύτης και κυνηγός με τεράστιες δυνατότητες. Με τίμησε παίρνοντάς με μερικές φορές μαζί του στο ψάρεμα, όπου διαπίστωσα από πρώτο χέρι τα προαναφερόμενα. Θέλω να πιστεύω ότι δημιουργήθηκε μεταξύ μας μια σχέση αμοιβαίου σεβασμού.

Ένα λοιπόν από τα πολλά σημεία που επισκεφτήκαμε στα ψαρέματα που κάναμε μαζί, ήταν και αυτό που μου άρεσε περισσότερο. Σκέφτηκα να το επισκεφτώ ξανά το φθινόπωρο όταν θα έχουν φύγει όλοι οι ξένοι «εισβολείς» με τα υπερταχύπλοα (η σπάταλη στο μεγαλείο της), και οι «ντόπιοι» που τους εξυπηρετούν με το αζημίωτο φυσικά.

Όταν το 2011 γύρισα στην Αθήνα μετά από τις διακοπές, είχα φροντίσει και είχα στήσει ένα ολόιδιο 115 σαν και αυτό που είχα αφήσει στην Τήνο. Βλέπετε κάποιες συνήθειες δεν αλλάζουν. Εξάλλου συνέχισε να είναι το όπλο με το οποίο ψάρευα κατά κόρον τα καλοκαίρια. Έτσι λοιπόν πέρασε και το καλοκαίρι του 2021 ψαρεύοντας με τον Ηλία, τον Γιάννη, τον Βασίλη, τον Σπύρο και τον «Φαραώ». Στα βαθειά ψαρέματα χρησιμοποίησα το 115 τύπου …«Τήνος» εναλλάσσοντας το πού και πού, με ένα 90ρι για τα μικρότερα θηράματα.

Στο οπλοστάσιο μου έχω και ένα παλιό Apache 120 carbon με διπλή, εφτάρα, δίφτερη κλπ, άλλα στην αρχή της σεζόν αφ’ ενός μεν δεν μπορούσα να το οπλίσω, αφ’ ετέρου όταν κατάφερα και το όπλισα με το οπλιστήρι, κόπηκε το ένα λάστιχο και όλο αμελούσα να το αντικαταστήσω. Έτσι βολεύτηκα με το 115, 6,5ρα και ένα ζευγάρι λάστιχα 19Φ. Έτσι και αλλιώς οι απαιτήσεις από το ψάρεμα μου δεν ήταν αυτές που προσδοκούσα. Είπαμε, ήμουν σε περίοδο προσαρμογής και «επανένταξης». Κάποιο σαργό για να φάμε, πού και πού καμιά στήρα στα όρια αλιεύσιμου μεγέθους και ένα μαγιάτικο ήταν ουσιαστικά τα ψάρια του καλοκαιριού…

Είχα όμως δυο αδικαιολόγητες αστοχίες σε δυο διαφορετικά ψαρέματα που είχαμε κάνει με τον Γιάννη, στο ίδιο μέρος, σε δυο μεγάλες στήρες, που υπό άλλες συνθήκες δεν θα συνέβαιναν. Φυσικά είχε να κάνει με τον τρόπο που κράταγα το όπλο. Το χέρι μου δεν ήταν τεντωμένο και σφιγμένο όπως θα έπρεπε να είναι: δεν είναι κάτι που πράττουμε συνειδητά αυτό. Είναι η συνήθεια που αποκτάμε όταν ψαρεύουμε με πολύ δυνατά όπλα, όπου το χέρι αφ’ ενός μεν συνηθίζει αυτόν τον τρόπο, αφ’ ετέρου δυναμώνει όλο το άκρο από τον ώμο μέχρι τον καρπό. Και φυσικά αυτό το διαπίστωσα λίγο καιρό αργότερα, όταν έκανα δοκιμές σε σταθερό στόχο και από σταθερή απόσταση: οι μακρινές βολές μου «έφευγαν» αριστερά κάθε φορά που δεν είχα το χέρι «ντούρο».

Σε ένα από τα ψαρέματα του Σεπτεμβρίου λοιπόν, κατά την διάρκεια μιας βουτιάς ξαφνικά μου ήρθε μια ιδέα. Να αρματώσω το όπλο το «πολυταξιδεμένο», έτσι ώστε να μπει ξανά στην θάλασσα και να αρχίσει να ψαρεύει πάλι. Το οραματίστηκα στην κυριολεξία: ένα μουλινέ Maro’ με 50 μέτρα Dynema 2Φ σε εφεδρεία, που του έλειπε όμως ο υποφυλακτήρας τον όποιον μου έφτιαξε εξαρχής από νάιλον, ο αγαπητός ξυλουργός μαστροΜιχάλης στον περιφερειακό της Παροικιάς. Στο σωλήνα υπήρχαν δυο αυλάκια αρκετά μεγάλα κοντά στην λαβή τα οποία γέμισα με εποξική δύο συστατικών. Φοβόμουν μην τυχόν και δεν άντεχε στην πίεση των διπλών λάστιχων. Κάποτε, μια Μεγάλη Παρασκευή, σε κάποιες δοκιμές είχε σπάσει μια λαβή στο όπλισμα και μου είχε… οργώσει το στήθος. Τότε είχα χρειαστεί τέσσερα ράμματα. Συμπλήρωσα ένα ζευγάρι 19Φ βιδωτά λάστιχα και ένα περαστό 16Φ, που όμως μπροστά το ένωσα με σχοινάκι, γιατί η κεφαλή του παλαιού Commanche που χρησιμοποιώ σε όλα μου τα όπλα δεν είναι και πολύ κατάλληλη για περαστό λάστιχο διότι έχει έντονες γωνίες.

Προσάρμοσα ένα ζευγάρι ελαφριά μακριά φτεράκια σε μια 7ρα Devoto 1,60 με εγκοπές, χρησιμοποιώντας σύρμα καμπάνας όπως έκανα και παλιά, γιατί δεν εύρισκα έτοιμο πίρο. Και κάποια στιγμή το όπλο ήταν έτοιμο. Σε ένα ψάρεμα το πήρα μαζί μου για να κάνω και δοκιμές σε σταθερό στόχο από σταθερή απόσταση. Ήταν η ίδια μέρα που είχα κάνει δοκιμές και στο άλλο μου όπλο, το ιμιτασιόν τύπου «Τήνος». Τότε είχα διαπιστώσει ότι, ειδικότερα το νέο, καθώς ήταν πιο φορτωμένο, έριχνε αριστερά. Μετά από καμμιά εικοσαριά βολές, διαπιστώνοντας τον λόγο, οι βολές άρχισαν να πηγαίνουν «κέντρο». Το όπλο μου ήταν τότε έτοιμο και …για ψάρεμα.

Θα περίμενα τις κατάλληλες συνθήκες για να το δοκιμάσω σε ψάρεμα. Από την μια δεν το πολυσκεφτόμουν, από την άλλη λες και ήταν προκαθορισμένα αυτά που έμελλε να συμβούν. Πέρασε έτσι ο Σεπτέμβρης και διανύαμε πλέον το πρώτο μισό το Οκτώβριου όπου είχαν αρχίσει οι μπουνάτσες και οι νοτιάδες. Και το πρωί της 13ης Οκτώβριου, όταν ξύπνησα και είδα τη θάλασσα, αποφάσισα ότι το απόγευμα θα πήγαινα για… συναγρίδες. Η Σελήνη ήταν στο φόρτωμα και τα νερά ήταν ανεβασμένα. Είχε μια πολύ ελαφριά ρεστία και για την επομένη μέρα η πρόβλεψη μίλαγε για έναν πεντάρι νοτιά.

Στο «χωριό» οι ώρες περνάνε πιο ευχαρίστα και πιο γρήγορα. Έτσι πέρασε και εκείνο το πρωινό και γύρω στις τέσσερις ξεκίνησα με την «Αντιγόνη» προς το καθορισμένο σημείο. Είχε ήλιο και πολύ καλή θάλασσα. Καθώς έπλεα λοιπόν, θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά ότι δεν είχα δει ούτε μια βάρκα στο πέλαγος. Μακάρι, σκεπτόμουν, να μην έχει περάσει ούτε μια βάρκα από το σημείο που θα ψαρέψω. Και γιατί αυτό; Η ψαρευτική εμπειρία μου που ξεκίνησε πραγματικά πριν από 45 περίπου χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων έχω βιώσει τρομακτικές αλλαγές στον θαλάσσιο πλούτο, μου έχει διδάξει ότι η επέμβαση του ανθρώπου στο υποβρύχιο περιβάλλον, ακόμα και μόνο σαν απλή παρουσία, καθορίζει σε τεράστιο βαθμό τη φυσική εικόνα ενός τόπου.

Πρόλαβα να «πέσω» σε εποχές και σε λίγα μέρη όπου ήμουν ο πρώτος που «κολυμπούσε» εκεί (υποθέτω) και έχω δει πώς είναι ένας παρθένος ψαρότοπος και πώς συμπεριφέρονται τα ψάρια στην παρουσία του δύτη, φτάνοντας στο σήμερα, εποχή μιας ερημωμένης Αττικής θάλασσας και μιας καλύτερης της Πάρου. Έτσι δίνω πάντα πολύ μεγάλη σημασία στον να επιδιώκω να πέφτω πρώτος σε ένα σημείο, για να έχω όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική εικόνα ενός ψαρότοπου. Αυτό όσον αφορά στο ψάρεμα της συναγρίδας, είναι πολύ σημαντικό, για τον απλούστατο λόγο, ότι τα ψάρια που μας αφορούν, στην πλειοψηφία τους, είναι θηράματα που τους αρέσει η ρηχή ζώνη (0-20μ) εξαιτίας της αφθονίας τροφής, θερμοκρασίας και πολλών άλλων παραγόντων, που δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε…

Άρα είναι φυσιολογικό, να θέλουμε να βλέπουμε ψάρια από την επιφάνεια όσο μας το επιτρέπει η διαύγεια του νερού. Εκτός και αν έχει συμβεί κάτι που να τα έχει αναγκάσει ή τα έχει τρομάξει να φύγουν στα βαθύτερα. Σχεδόν ανέκαθεν φρόντιζα να φτάνω στο ψαρότοπο όσο το δυνατόν αθόρυβα και να πέφτω στο νερό αρκετά μακριά, ειδικά όταν επρόκειτο για συναγρίδες και καρτέρια… Έτσι λοιπόν όταν έφτασα κοντά και έσβησα τη μηχανή, περίπου εκατό μέτρα μακριά και πλησίασα με τα κουπιά «την φάλαινα που ξεφύσαγε πού και πού», όλα έδειχναν ότι επικρατούσαν όλες εκείνες οι συνθήκες (για πολλοστή φορά) που προμήνυαν ένα καλό ψάρεμα. Αυτά βεβαία είναι συνήθως στη φαντασία μας και είναι αυτά που μας προκαλούν και μας «εξιτάρουν». Η ελπίδα αλίευσης πολλών ψαριών και το χτύπημα ενός κάλου θηράματος…

Ετοιμάστηκα λοιπόν με απόλυτη ηρεμία εξακολουθώντας να μη βλέπω καμία βάρκα πουθενά. Πεντάρι σακάκι και τριάρι παντελόνι παραλλαγής, σημαδούρα με το αρχικό κομμάτι μεσινέζα χοντρή και το πολυταξιδεμένο ψαροτούφεκο. Ωραία στεκόταν. Ζυγισμένο και όμορφο. Και κυρίως δυνατό. Μου ενέπνεε σιγουριά. Άλλα είχα και στο νου μου ότι έπρεπε να έχω όλο μου το άκρο «ντούρο» σε περίπτωση βολής. Έπεσα λοιπόν στο νερό και διαπίστωσα την πολύ καλή σκούρα διαύγεια. Όπλισα και τα δυο λάστιχα και κατευθύνθηκα σιγά σιγά προς τα σημεία που θα ξεκινούσα τα καρτέρια. Με βοηθούσε το ελαφρύ ρευματάκι όποτε επικεντρώθηκα κυρίως στις αναπνοές μου. Δυο μεγάλοι σαργοί περνούσαν ήρεμα κάτω από «τα πόδια» μου κατευθυνόμενοι προς τα ανοιχτά. Καλό σημάδι, σκέφτηκα. Εφόσον είναι εδώ, σημαίνει ότι δεν τους τρόμαξε κάποιος άλλος «λουόμενος». Και χρησιμοποιώ τη λέξη «λουόμενος», γιατί συνήθως οι σαργοί δεν τρομάζουν από τις βάρκες που περνούν ώστε να αναγκαστούν να φύγουν προς τα ανοιχτά, άλλα λουφάζουν εκεί που βρίσκονται. (Βλ. τραβηχτό, σκούτερ κλπ). Χάρη σε αυτό το χαρακτηριστικό τους έχουν υποστεί «αποψίλωση» από κάποιους «επιδέξιους»… «λουόμενους».

Μετά από λίγο ήμουν ακίνητος στην πρώτη μου ενέδρα στα 15 μέτρα. Ζύγιζα τις δυνάμεις μου. Είχα οπλίσει με ευκολία το όπλο, άρα είχα δυνάμεις. Ήμουν και χαλαρός και στην ανάδυση ένιωσα ότι στην συνέχεια θα είχα καλές και γαλήνιες παραμονές στον πυθμένα. Την επομένη βουτιά την έκανα λίγα μέτρα πιο πέρα, προσγειωμένος πίσω από ένα μικρό βράχο στα 18 μέτρα, σημείο όπου είχα και πολύ καλό οπτικό πεδίο προς τα ανοιχτά. Όχι ότι βάθαινε απότομα αλλά επειδή δεν είχε ρεύμα και καλογριές για να μου μαρτυρήσουν πιθανή ύπαρξη ψαριών, είχα θεωρήσει ότι θα ακολουθούσα εκείνη την πορεία στις επόμενες ενέδρες. Δυο τρεις στηρούλες σε μέγεθος μεγάλης πέρκας, είχαν έρθει και με επεξεργάζονταν από απόσταση μισού μέτρου. Κακαρέλοι μακριά, όπως συνήθως. Εγώ πιο ήρεμος από την πρώτη βουτιά. Σημάδι κανένα. Κανένας πανικός από οποιοδήποτε ψαράκι που βρισκόταν τριγύρω μου. Έξαλλου ήμουν μόλις στην αρχή. Δεύτερη βουτιά όλη και όλη. Τη στιγμή που γύρισα το κεφάλι μου προς τα δεξιά πριν ξεκινήσω την ανάδυση, κάτι με ώθησε να γυρίσω λίγες μοίρες ακόμα και τότε είδα μια τεραστία συναγρίδα σε απόσταση ενός μέτρου από έμενα καθώς και άλλες… τρεις, από τις οποίες η μια ήταν σαν και αυτή που είχε έρθει σχεδόν στα πόδια μου.

Ακολούθησαν δραματικές στιγμές προσπάθειας μετακίνησης του όπλου με ήρεμο τρόπο, γιατί το κοντινό ψάρι έστριψε μεν, αλλά απομακρύνθηκε σχετικά ήρεμα, κάτι που θα μου έδινε πολλά κλάσματα δευτερολέπτου βολής αν είχα το ψαροτούφεκο εξ αρχής τοποθετημένο προς τα εκεί. Όμως δυστυχώς μέχρι να ευθυγραμμίσω το ψάρι με το όπλο μου, ήταν ήδη πολύ αργά. Τι σημαίνει αυτό; Δεν ένιωθα πλέον πια τη σιγουριά να πατήσω τη σκανδάλη, λόγω απόστασης. Άκουγα τους χτύπους της καρδιάς μου και δεν το πίστευα. Είπα στον εαυτό μου να χαλαρώσει, διότι σε διαφορετική περίπτωση δεν επρόκειτο να πετύχω τίποτα. Είχα ξεχάσει τον χρόνο που ήμουν ήδη κάτω και έβαλα στο στόχαστρο τη δεύτερη μεγάλη, η οποία ήταν και αυτή που δεν είχε έρθει τόσο κοντά. Τη σημάδευα στο κεφάλι. Δίστασε, αλλά σιγά σιγά ξεθάρρεψε όσο με έβλεπε πλέον ακίνητο και ίσως με επιβραδυνόμενο καρδιακό παλμό. Ασυναίσθητα υποχώρησα ή πιθανόν μαζεύτηκα. Και αυτό το συμπέρανα από την ελαφρώς ανοδική πορεία στο πλησίασμα της. Όταν έκρινα ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή, πάτησα τη σκανδάλη και η βέργα τη διαπέρασε περά ως πέρα, όμως δεν έμεινε στη μεσινέζα.

Τότε αρχίζοντας την ανάδυση διαπίστωσα ότι τα ψάρια είχαν έρθει να με δουν πίσω από ένα κρεμαστό 3-4 μέτρα σκαλοπάτι, όπου πιθανόν στη σκιά του είχαν και αυτές στήσει ενέδρα. Η μάχη που έδωσε για να απελευθερωθεί ήταν πολύ έντονη όπως συνήθως συμβαίνει. Καθώς κατευθυνόταν σπαρταρώντας δραματικά έντονα προς τα κάτω, αναδυόμουν και δεν της άφηνα κανένα περιθώριο να τριφτεί στον πυθμένα, κρατώντας κόντρα με το κορδόνι του μουλινέ. Έφτασα επάνω, πήρα καθαρό αέρα και αυτή συνέχιζε. Σε λίγο όμως άρχισα να την ανεβάζω. Όσο πλησίαζε στην επιφάνεια, παραδόθηκε και τότε μόνο διαπίστωσα ότι ένα από τα δυο φτεράκια δεν είχε ανοίξει. Είχε πλέον «πετάξει φούσκα». Τη θανάτωσα και την κρέμασα στο «μπαλόνι». Ήταν πραγματικά μεγάλη. Καθώς μάζευα το σχοινί στο καρούλι, γύρισα και έτσι όπως επέπλεε φουσκωμένη, την κοίταξα. Η αναπνοή και οι παλμοί μου είχαν επανέλθει στο φυσιολογικό. Και έτσι όπως μάζευα, συνειδητοποίησα ότι μετά από δέκα χρόνια, με το ίδιο όπλο (αλλά στημένο σωστά), στο πρώτο του ψάρεμα από τότε, τα πρώτα ψάρια που του ήρθαν ήταν και πάλι 5 συναγρίδες. Όπως και τότε στην Τήνο και αυτήν την φορά το αποτέλεσμα, ήταν αυτό που τόσα χρόνια προσδοκούσα.

Είναι γεγονός ότι δεν είχα πάψει να το σκέπτομαι ποτέ.

Και φυσικά τι φοβερή σύμπτωση ήταν το τηλεφώνημα του Πάνου τότε.

Όταν μαζεύτηκα, καθώς θαύμαζα την ψαρούκλα στην ξύλινη κουβέρτα της Αντιγόνης, είχε ήδη σουρουπώσει.

Φυσικά ήταν η σειρά μου να πάρω τον Πάνο και να του ανταποδώσω το τηλεφώνημα που μου είχε κάνει τότε. Του το όφειλα. Του το όφειλα γιατί είχε πιστέψει σε έμενα. Πάντα πίστευε σε έμενα. Ερχόταν στο μαγαζί μικρός, πολύ μικρός και άδειαζε από την τσέπη του τσαλακωμένα χαρτονομίσματα από τα κάλαντα και τα χαρτζιλίκια πάνω στον πάγκο, για να πάρει τα πρώτα του πράγματα. Φτάνουν αυτά; ρωτούσε. Μου είχε εμπιστοσύνη. Και εγώ του είχα πάντα εμπιστοσύνη και εξακολουθούμε να έχουμε την ίδια σχέση. Όταν ο Μπαριωτάκης είχε φέρει το όπλο στο μαγαζί του Σπύρου στα Χανιά, για να διαπιστώσουμε αν τελικά ήταν το δικό μου, ούτε που είχα σκεφτεί να το ξαναποκτήσω. Ο Πάνος όμως το έκανε: το πήρε και μου το έστειλε σαν να μου έλεγε: «Οι μαχητές δεν τα παρατάνε, μια μέρα η θάλασσα θα σου δώσει αυτό που σου αξίζει»

Μόλις μιλήσαμε και του διηγήθηκα την ιστορία, μου είπε ότι σε ένα κλάσμα δευτερόλεπτου θυμήθηκε όλα όσα είχαν συμβεί μέχρι εκείνη την ημέρα. Η έκπληξη του για το νέο συμβάν ήταν τεραστία, αλλά όχι μη αναμενόμενη, βάσει των λεγομένων του. Είπε επί λέξει: «Τώρα μπορώ να πω ότι έκλεισε ο συγκεκριμένος κύκλος, αλλά και πάλι δεν το νομίζω. Μαζί σου τίποτα δεν είναι ποτέ σίγουρο. Να είσαι καλά και γερός ρε Ρομπέρτο και να συνεχίσεις πάντα να μας εμπνέεις».

ΚατηγορίαΙΣΤΟΡΙΑ
Print
Back To Top