Είμαστε στα μισά της απόστασης. Τρία μίλια ακόμη μας χωρίζουν από τον προορισμό μας. Είναι το πεντηκοστό όγδοο ψάρεμα μέσα σ’ αυτές τις εξήντα μέρες που είμαι ήδη στο νησί. Πενήντα οκτώ ψαρέματα σε δύο μήνες. Η θάλασσα έχει φέρει το σώμα μου στα μέτρα της. Το έχει πλάσει με την πίεση, τα κύματα, το ρεύμα, την αλμύρα και το οξυγόνο που λείπει συνεχώς. Πλησιάζουμε. Ο κάπτεν Φώτης, ο μικρός, ο κύριος Αλέξανδρος και εγώ. Τέσσερις δύτες για μια σταλιά νησί που ξεφύτρωσε στη μέση θαρρείς του Αιγαίου. Το σίδερο πέφτει, ντύνομαι με τη αυτοματοποιημένη ταχύτητα αυτού που φοράει στολή κάθε μέρα... Πέφτω στο νερό και νιώθω πραγματικά καλά, πρώτη φορά για εκείνη τη μέρα. Διαυγές, καταγάλανο, ανάλαφρο σαν τον αέρα, υπέροχο θαλασσινό νερό. Γύρω μου. Δεν θέλω να είμαι πουθενά αλλού.
Είναι νωρίς το απόγευμα. Ο κάπτεν κάτι μουρμουρά σαν σχέδιο, που δεν πολυκαταλαβαίνω... Τον ακολουθώ. Τον εμπιστεύομαι άλλωστε αρκετά, όπως και τον γιατρό, για να μην προβληματιστώ. Απλά τους ακολουθώ. Κολυμπάμε και κάπου κάπου κάποιος καταδύεται. Λίγο πιο μετά και από ένα νεύμα καταλαβαίνω πως ήρθε η σειρά μου να βουτήξω. Είναι η πρώτη φορά για σήμερα. Σπάω τη μέση. Αφήνω τη θάλασσα να με ρουφήξει. Δεν το σκέφτομαι. Δεν προσέχω, απλά απολαμβάνω. Οι φίλοι μου είναι από πάνω. Το μέρος είναι μαγικό. Το νερό υπέροχο. Τα στήθη μου σφύζουν από φρέσκο αέρα και οι ενδείξεις στο ρολόι μου μπορούν να κάνουν τον ματαιόδοξο εγωισμούλη μου να κορδώσει από ηλίθια περηφάνια. Ένας ροφάκος ξεκολάει αλλά είναι μακριά. Κάποια άλλη φορά... Ίσως και όχι! Πάντως σίγουρα όχι τώρα, όχι σ’ αυτή τη βουτιά. Επιστρέφω.
Κολυμπάμε κάμποσο ακόμη μέχρι που ο γιατρός μου υποδεικνύει ένα συγκεκριμένο σημείο. «Εδώ, στο ξεκομμένο να κάνεις ένα καρτέρι και να κοιτάς προς τα εκεί». «Μάλιστα κυρ Αλέξανδρε» λέω μιλώντας πρώτη φορά μετά από κάμποση ώρα σιωπής και αμέσως σιωπώ και πάλι. Αφήνομαι μέχρι να χαλαρώνω. Μετά ξεκινώ και λίγο πιο μετά προσγειώνομαι πίσω από ένα κομμάτι βράχου που ακουμπάει στον επίπεδο αμμώδη βυθό. Στρέφω το όπλο προς τη σωστή κατεύθυνση ακολουθώντας το πλάνο και λουφάζω εστιάζοντας στα σωματίδια που αιωρούνται ως συνέπεια της άφιξης μου. Στιγμές αργότερα ένα μικρό κοπάδι από ευμεγέθη σκαθάρια ξεπροβάλλει αχνά, σαν να υλοποιείται από το πελαγικό υποβρύχιο ορίζοντα. Τα σκουρόχρωμα ψάρια ακολουθούν μία παραβολική τροχιά και ζυγώνουν. Διορθώνω λίγο τη σκόπευση, επιλέγοντας ένα.
Πόσο λατρεύω αυτή τη στιγμή, αυτή την ανεπαίσθητη χρονική ποσότητα που επιλέγεις× την ίδια τη δυνατότητα επιλογής× την ειδοποιό διαφορά του υπ. κυνηγού από τους υπόλοιπους αλιείς... Πόσο λατρεύω το υποβρύχιο κυνήγι. Ο δείκτης και η σκανδάλη γνωρίζονται πολύ καλά πια μετά από τόσα ψαρέματα... Το περαστό 20άρι εκτονώνεται και η 6.25 πλήττει το ψάρι λίγο πίσω από το μάτι, αναγκάζοντας σε μερικούς χαμηλής συχνότητας σπασμούς. Το κοιτάω καθώς ψυχορραγεί πάνω στην παχιά άμμο. Αναδύομαι.
Κάμποσα μέτρα μακρύτερα είναι και πάλι η σειρά μου να βουτήξω. Σπάω τη μέση, νικάω την άνωση, αφήνομαι ξανά στη βαρύτητα της θάλασσας. Προσγειώνομαι σε ένα ωραίο κατρακύλι. Σχεδόν ασυναίσθητα ακολουθώ τη διαμόρφωση με σχετικά αθόρυβα γλιστρίματα, ωθούμενος κάθε τόσο από το ελεύθερο χέρι. Λίγο μακρύτερα, στη βάση του συστήματος των πετρών βλέπω μία όμορφη στήρα. Ανασκουμπώνομαι και αλλάζω πορεία, κατευθυνόμενος πλέον προς το μέρος της. Χεριά με τη χεριά κάμπτω τη μεταξύ μας απόσταση. Το ψάρι με δέχεται.
Συνεχίζω να την πλησιάζω ακόμη και αν έχει ήδη μπει σε βολή. Είμαι πλέον πολύ κοντά της μέχρι που τρομάζει και δοκιμάζει να φύγει. Είναι όμως πλέον πολύ αργά. Πιέζω για δεύτερη φορά για εκείνη την ημέρα τη σκανδάλη και την πετυχαίνω στο υπέροχο κίτρινο μπάλωμα της. Η δίφτερη 6.25 έχει όμως αρκετή ενέργεια και τη διαπερνά τελείως. Για μία στιγμή μένουμε μετέωροι. Εγώ κοιτάω το σοκαρισμένο ψάρι με τη βέργα να έχει προσγειωθεί στο βυθό. Το ψάρι το θαλάμι του. Η στιγμή περνάει. Η στήρα ξεπερνά το σοκ και ελεύθερη από το βάρος του βέλους ξεχύνεται για την πέτρα της. Οριακά προλαβαίνω να μαζέψω μερικά μπόσικα και αρχίζω να ανεβαίνω απελευθερώνοντας με τρομερή φειδώ σχοινί από το μουλινέ.
Αγαντάρω το όπλο στον πλωτήρα και περιγράφω τη κατάσταση στους υπόλοιπους. «Μικρέ θα χρειαστώ το όπλο σου» λέω στον 19χρονο Παναγιώτη. «Κάτσε ρε ψηλέ να πάω μία εγώ» απαντά γεμάτος όρεξη και ενθουσιασμό. «Καλό μου παιδί νομίζω ότι είναι λίγο βαθειά». «Πόσο είναι ρε ψηλέ;»με ρωτά ελαφρώς περιπαικτικά. Του δείχνω το ρολόι. Μου δίνει το όπλο και μου λέει γλυκά να προσέχω. Χαλαρώνω. Λίγα λεπτά αργότερα πλησιάζω το θαλάμι γεμάτος αγωνία. Τις προηγούμενες δύο φορές που μου συνέβει κάτι αντίστοιχο το ψάρι δεν το ξαναείδα ποτέ. Τα προγνωστικά ως σκέψεις δεν είναι ευοίωνα, μα παραδόξως, με το που στρίβω διακρίνω τη σιλουέτα της στήρας. Τουφεκάω και τραβάω αμέσως για να κερδίσω έδαφος εκμεταλλευόμενος το σοκ που προκαλεί η δεύτερη βολή. Την φέρνω αρκετά πιο έξω. Με μία ακόμη βουτιά με ακολουθεί στην επιφάνεια.
Η ώρα έχει κυλήσει. Επιστρέφουμε στο σκάφος ολοκληρώνοντας τον κύκλο του νησιού την ώρα που ο ουρανός έχει πυρώσει και ο ήλιος φλερτάρει για τα καλά με τη δύση. Έχω χρόνο για μια βουτιά. Μια βουτιά ακόμη. Στις λαμαρίνες. Με το ξύλινο. Αλλάζω όπλο και αφήνω τους άλλους να ετοιμάζονται στη βάρκα για την επιστροφή. Χαλαρώνω βαθιά, παίρνω μια μεγάλη ανάσα και βυθίζομαι για τελευταία φορά για εκείνη τη μέρα στο μπλε. Μετά από μερικές πεδιλιές αχνοφαίνεται το ναυάγιο. Διορθώνω την πορεία μου και ακινητώ, απολαμβάνοντας τη πτώση.
Ένας μεγάλος ροφός διακρίνεται να πεταλουδίζει πάνω από την άμμο. Προβάλλω νωχελικά το διλάστιχο και συγκλίνω ελαφρά τη πορεία μου προς το μέρος του. Λίγα μόλις εκατοστά πριν μπει σε βολή τινάζεται και χάνεται μέσα στο σύμπλεγμα από τις λαμαρίνες που ήταν κάποτε σκάφος. Προσγειώνομαι μπροστά από εκεί που χάθηκε. Στρίβω το σώμα μου και επικεντρώνω το βλέμμα μου λίγα μόλις μέτρα μακρύτερα. Πάνω από μία παραπεταμένη τεράστια λαμαρίνα ένα κοπάδι σαργοί κοντράρουν το ρεύμα. Τα ψάρια μοιάζουν να με αγνοούν πλήρως. Περιμένω για λίγο ακόμη. Τα ψάρια συνεχίζουν να αδιαφορούν. Κάνω δύο χεριές, διαλέγω έναν και πιέζω και πάλι τη σκανδάλη. Η βαριά βέργα του ξύλινου διαπερνά πλήρως το ψάρι και σφηνώνεται σε ένα άμορφο σύστημα από σκουριασμένα καλώδια και ελάσματα. Το ψάρι κοπανιέται στη πετονιά, την ώρα που η βέργα παραμένει παγιδευμένη στα σίδερα. Επιμένω για λίγο, αλλά δεν αλλάζει κάτι. Ανοίγω μουλινέ και ανεβαίνω. Εκείνη την ώρα το σκάφος με πλησιάζει. Όλοι έχουν ντυθεί και είναι έτοιμοι. Παίρνω τα μπόσικα του μουλινέ και ετοιμάζομαι να τους εξηγήσω τη κατάσταση. Ο καπετάν Φώτης με προλαβαίνει και με ρωτάει φωναχτά «Έλα, όλα καλά;». Πριν απαντήσω νιώθω το μέχρι τότε τεταμένο σχοινί του μουλινέ να ελαφρώνει. Με ξαναρωτά επαναλαμβάνοντας τη προηγούμενη ερώτηση. Συνεχίζω να μαζεύω το σχοινί. Η βέργα, ανεξιχνίαστα πως, έχει ξεσκαλώσει. Σύντομα βλέπω και το σαργό που ανεβαίνει απολύτως ακίνητος. Τον πιάνω. Σκέφτομαι να του κάνω ευθανασία, αλλά διαπιστώνω πως είναι νεκρός. Τελείως. Δίνω το ψάρι και το όπλο στη βάρκα, ανεβαίνω και εγώ. Ο κυρ Φώτης σταματά τις ερωτήσεις.
Ταξιδεύουμε για πίσω χωρίς να μιλάμε. Τα περιγράψαμε όλα. Κάναμε αναπαραστάσεις με χειρονομίες, μιμιθήκαμε ήχους όπλων κραυγάζοντας, βγάλαμε φωτογραφίες, ήπιαμε, αλλάξαμε, σωπάσαμε. Πλέουμε σε μια ήρεμη θάλασσα, με ρότα τη στεριά. Τελείωσε για σήμερα. Τελείωσε για σήμερα και εγώ θα πρέπει να το δεχτώ. Θα πρέπει να το δεχτώ και να κάνω υπομονή. Για λίγο. Μέχρι αύριο. Μέχρι αύριο που θα επιστρέψω. Μέχρι αύριο που θα πάψω να ονειρεύομαι. Μέχρι αύριο που θα αρχίσω να ζω. Και πάλι.
59 ψαρέματα σε 61 μέρες...